κερουλκός: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
mNo edit summary
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=keroulkos
|Transliteration C=keroulkos
|Beta Code=keroulko/s
|Beta Code=keroulko/s
|Definition=όν, (ἑλκω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[drawing]] a plough [[by the horns]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[drawing a bow of horn]], ([[Τρῶες]]) <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>859</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Pass., of the bow itself, because [[tipped with horn]], τόξα κ. <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>268</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> κ. [[κάλως]] = [[κεραιοῦχος]], Hsch.</span>
|Definition=κερουλκόν, ([[ἕλκω]])<br><span class="bld">A</span> [[drawing]] a plough [[by the horns]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[drawing a bow of horn]], ([[Τρῶες]]) [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''859 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> Pass., of the bow itself, because [[tipped with horn]], τόξα κ. [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''268.<br><span class="bld">III</span> κ. [[κάλως]] = [[κεραιοῦχος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – [[κάλως]], ein Tau, die Segelstange, Raa, [[κεραία]] zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – [[κάλως]], ein Tau, die Segelstange, Raa, [[κεραία]] zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κερουλκός''': -ή, -όν, ([[ἕλκω]]) «ὁ τοῖς κέρασιν ἕλκων τὸ ἄροτρον. καὶ ὁ [[κεραιοῦχος]] [[κάλως]]» Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ σύρων [[τόξον]] ἐκ κέρατος, Τρῶες Σοφ. Ἀποσπ. 738. 3) παθ., ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ τόξου, πιθαν. ὡς κεκοσμημένου κατὰ τὰ [[ἄκρα]] διὰ κέρατος, τόξα κ. Εὐρ. Ὀρ. 268. ΙΙΙ. κ. [[κάλως]], τὸ [[σχοινίον]] τὸ ἀνασῦρον τὴν κεραίαν (πρβλ. [[κεροῦχος]]), Ἡσύχ.
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui tire un arc de corne]];<br /><b>2</b> tendu par des extrémités faites de corne (arc).<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[ἕλκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κερουλκός -όν &#91;[[κέρας]], [[ἕλκω]]] gespannen (van een boog, nl. door de uiteinden van hoorn naar elkaar toe te buigen).
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui tire un arc de corne;<br /><b>2</b> tendu par des extrémités faites de corne (arc).<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[ἕλκω]].
|elrutext='''κερουλκός:'''<br /><b class="num">1</b> [[натягивающий]] (роговой) лук ([[Τρῶες]] Soph.);<br /><b class="num">2</b> (о роговом луке), [[натягиваемый]] (τόξα Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κερουλκός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που σύρεται από τα κέρατα· Παθ., λέγεται για το [[τόξο]] που ήταν από διακοσμημένο [[κέρατο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κερουλκός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που σύρεται από τα κέρατα· Παθ., λέγεται για το [[τόξο]] που ήταν από διακοσμημένο [[κέρατο]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κερουλκός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[натягивающий]] (роговой) лук ([[Τρῶες]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> (о роговом луке), [[натягиваемый]] (τόξα Eur.).
|lstext='''κερουλκός''': -ή, -όν, ([[ἕλκω]]) «ὁ τοῖς κέρασιν ἕλκων τὸ ἄροτρον. καὶ ὁ [[κεραιοῦχος]] [[κάλως]]» Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ σύρων [[τόξον]] ἐκ κέρατος, Τρῶες Σοφ. Ἀποσπ. 738. 3) παθ., ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ τόξου, πιθαν. ὡς κεκοσμημένου κατὰ τὰ [[ἄκρα]] διὰ κέρατος, τόξα κ. Εὐρ. Ὀρ. 268. ΙΙΙ. κ. [[κάλως]], τὸ [[σχοινίον]] τὸ ἀνασῦρον τὴν κεραίαν (πρβλ. [[κεροῦχος]]), Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κερουλκός -όν [κέρας, ἕλκω] gespannen (van een boog, nl. door de uiteinden van hoorn naar elkaar toe te buigen).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κερ-ουλκός, ή, όν [[ἕλκω]]<br />[[drawn]] by the horns, [[pass]]. of a bow, [[because]] tipped with [[horn]], Eur.
|mdlsjtxt=κερ-ουλκός, ή, όν [[ἕλκω]]<br />[[drawn]] by the horns, [[pass]]. of a bow, [[because]] tipped with [[horn]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερουλκός Medium diacritics: κερουλκός Low diacritics: κερουλκός Capitals: ΚΕΡΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: keroulkós Transliteration B: keroulkos Transliteration C: keroulkos Beta Code: keroulko/s

English (LSJ)

κερουλκόν, (ἕλκω)
A drawing a plough by the horns, Hsch.
II drawing a bow of horn, (Τρῶες) S.Fr.859 (lyr.).
2 Pass., of the bow itself, because tipped with horn, τόξα κ. E.Or.268.
III κ. κάλως = κεραιοῦχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1425] an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – κάλως, ein Tau, die Segelstange, Raa, κεραία zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui tire un arc de corne;
2 tendu par des extrémités faites de corne (arc).
Étymologie: κέρας, ἕλκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερουλκός -όν [κέρας, ἕλκω] gespannen (van een boog, nl. door de uiteinden van hoorn naar elkaar toe te buigen).

Russian (Dvoretsky)

κερουλκός:
1 натягивающий (роговой) лук (Τρῶες Soph.);
2 (о роговом луке), натягиваемый (τόξα Eur.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κερουλκός, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερουλκός
σχοινί χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. μπράτσο
1. (για ζώα) αυτός που σύρει άροτρο με τα κέρατα
2. αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο τόξο («Τρῶες κερουλκοί», Σοφ.)
3. (για τόξο) διακοσμημένος στα άκρα του με κέρατα
4. (κατά τον Ησύχ.) «κερουλκός κάλως κεραιοῦχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ουλκός (< έλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, ζυγουλκός].

Greek Monotonic

κερουλκός: -ή, -όν (ἕλκω), αυτός που σύρεται από τα κέρατα· Παθ., λέγεται για το τόξο που ήταν από διακοσμημένο κέρατο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κερουλκός: -ή, -όν, (ἕλκω) «ὁ τοῖς κέρασιν ἕλκων τὸ ἄροτρον. καὶ ὁ κεραιοῦχος κάλως» Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ σύρων τόξον ἐκ κέρατος, Τρῶες Σοφ. Ἀποσπ. 738. 3) παθ., ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τόξου, πιθαν. ὡς κεκοσμημένου κατὰ τὰ ἄκρα διὰ κέρατος, τόξα κ. Εὐρ. Ὀρ. 268. ΙΙΙ. κ. κάλως, τὸ σχοινίον τὸ ἀνασῦρον τὴν κεραίαν (πρβλ. κεροῦχος), Ἡσύχ.

Middle Liddell

κερ-ουλκός, ή, όν ἕλκω
drawn by the horns, pass. of a bow, because tipped with horn, Eur.