ἀκαταχώριστος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akatachoristos
|Transliteration C=akatachoristos
|Beta Code=a)kataxw/ristos
|Beta Code=a)kataxw/ristos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[undigested]], ὕλη <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>949b3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[unregistered]], Sammelb.5232.33.</span>
|Definition=ἀκαταχώριστον,<br><span class="bld">A</span> [[undigested]], ὕλη Arist.''Pr.''949b3.<br><span class="bld">II</span> [[unregistered]], Sammelb.5232.33.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dividido]], [[mal ordenado]] ὕλη Arist.<i>Pr</i>.949<sup>b</sup>3.<br /><b class="num">2</b> admin. [[no registrado]] en el registro de la propiedad inmobiliaria (πρᾶσις) <i>SB</i> 5232.33 (I d.C.), χρηματισμός <i>SB</i> 5232.36 (I d.C.).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dividido]], [[mal ordenado]] ὕλη Arist.<i>Pr</i>.949<sup>b</sup>3.<br /><b class="num">2</b> admin. [[no registrado]] en el registro de la propiedad inmobiliaria (πρᾶσις) <i>SB</i> 5232.33 (I d.C.), χρηματισμός <i>SB</i> 5232.36 (I d.C.).
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht [[abgesondert]], [[unverdaut]]</i>, [[ὕλη]] Arist. <i>Probl</i>. 28.1.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαταχώριστος:''' физиол. неусвоенный, непереваренный ([[ὕλη]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταχώριστος]], -ον) [[καταχωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη [[θέση]] που [[πρέπει]]<br />«ακαταχώριστα ονόματα»<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο<br />«ακαταχώριστη [[αγγελία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο [[άπεπτος]]<br />«[[ἀκαταχώριστος]] ὕλη» (<b>Αριστοτ.</b> <i>Προβλήμ</i>. 28, 3).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταχώριστος]], -ον) [[καταχωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη [[θέση]] που [[πρέπει]]<br />«ακαταχώριστα ονόματα»<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο<br />«ακαταχώριστη [[αγγελία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο [[άπεπτος]]<br />«[[ἀκαταχώριστος]] ὕλη» (<b>Αριστοτ.</b> <i>Προβλήμ</i>. 28, 3).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαταχώριστος:''' физиол. неусвоенный, непереваренный ([[ὕλη]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταχώριστος Medium diacritics: ἀκαταχώριστος Low diacritics: ακαταχώριστος Capitals: ΑΚΑΤΑΧΩΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akatachṓristos Transliteration B: akatachōristos Transliteration C: akatachoristos Beta Code: a)kataxw/ristos

English (LSJ)

ἀκαταχώριστον,
A undigested, ὕλη Arist.Pr.949b3.
II unregistered, Sammelb.5232.33.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dividido, mal ordenado ὕλη Arist.Pr.949b3.
2 admin. no registrado en el registro de la propiedad inmobiliaria (πρᾶσις) SB 5232.33 (I d.C.), χρηματισμός SB 5232.36 (I d.C.).

German (Pape)

nicht abgesondert, unverdaut, ὕλη Arist. Probl. 28.1.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαταχώριστος: физиол. неусвоенный, непереваренный (ὕλη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταχώριστος: -ον, ἄπεπτος, ὕλη, Ἀριστ. Προβλ. 28. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταχώριστος, -ον) καταχωρίζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη θέση που πρέπει
«ακαταχώριστα ονόματα»
2. εκείνος που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο
«ακαταχώριστη αγγελία»
αρχ.
αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο άπεπτος
«ἀκαταχώριστος ὕλη» (Αριστοτ. Προβλήμ. 28, 3).