εὔθικτος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eythiktos
|Transliteration C=eythiktos
|Beta Code=eu)/qiktos
|Beta Code=eu)/qiktos
|Definition=ον, (θιγεῖν) [[touching the point]], [[clever]], [[quick]], εὔ. τὴν διάνοιαν <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 616b22</span>; <b class="b3">εὔ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις</b> [[quick]] in repartee, <span class="bibl">Ath. 13.583f</span>; <b class="b3">εὔ. νοῦς, γνώμη, προσβολή</b>, <span class="bibl">Ph. 1.54</span>, <span class="bibl">240</span>, <span class="bibl">286</span>; [[witty]], <span class="bibl">Plb. 18.4.4</span>, <span class="title">AP</span>6.322 (Leon.): [[falsa lectio|f.l.]] for [[εὔεικτος]], <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>51</span> codd. Adv. -τως <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span> 15.38</span>, <span class="bibl">Hdn.4.7.2</span>.
|Definition=εὔθικτον, ([[θιγεῖν]]) [[touching the point]], [[clever]], [[quick]], εὔ. τὴν διάνοιαν [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 616b22; <b class="b3">εὔ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις</b> [[quick]] in repartee, Ath. 13.583f; εὔθικτος [[νοῦς]], [[γνώμη]], [[προσβολή]], Ph. 1.54, 240, 286; [[witty]], Plb. 18.4.4, ''AP''6.322 (Leon.): [[falsa lectio|f.l.]] for [[εὔεικτος]], Heraclit.''All.''51 codd. Adv. [[εὐθίκτως]] [[LXX]] ''2 Ma.'' 15.38, Hdn.4.7.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1069.png Seite 1069]] 11 leicht zu berühren, adv., Sp.; Hesych. erkl. εὐψηλαφήτως. – 2) gut berührend, treffend, bes. vom Witz, witzig, καὶ εὖ πεφυκὼς πρὸς τὸ διαχλευάζειν τοὺς ἀνθρώπους Pol. 17, 4, 4; vgl. Ath. XIII, 577 d; εὐεπία Leon. Al. 18 (VI, 322); Rhett. – Uebh. geschickt, gewandt, τὴν διάνοιαν εὔθ., erfinderisches Sinnes, Arist. H. A. 9, 17; πρὸς τὰς ἀποκρίσεις, gewandt in treffenden Antworten, Ath. XIII, 523 d; auch adv., εὐθίκτως ἀποκρίνασθαι Hdn. 4, 7, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1069.png Seite 1069]] 11 leicht zu berühren, adv., Sp.; Hesych. erkl. εὐψηλαφήτως. – 2) gut berührend, treffend, bes. vom Witz, witzig, καὶ εὖ πεφυκὼς πρὸς τὸ διαχλευάζειν τοὺς ἀνθρώπους Pol. 17, 4, 4; vgl. Ath. XIII, 577 d; εὐεπία Leon. Al. 18 (VI, 322); Rhett. – Übh. geschickt, gewandt, τὴν διάνοιαν εὔθ., erfinderisches Sinnes, Arist. H. A. 9, 17; πρὸς τὰς ἀποκρίσεις, gewandt in treffenden Antworten, Ath. XIII, 523 d; auch adv., εὐθίκτως ἀποκρίνασθαι Hdn. 4, 7, 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui touche juste, qui porte coup;<br /><b>2</b> prompt <i>ou</i> adroit à la riposte, d'esprit fin et vif.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θιγγάνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui touche juste]], [[qui porte coup]];<br /><b>2</b> [[prompt]] <i>ou</i> [[adroit à la riposte]], [[d'esprit fin et vif]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θιγγάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔθικτος:''' (тж. εὔ. τὴν διάνοιαν Arst.) меткий, находчивый, остроумный (πρός τι Polyb.; [[εὐεπία]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔθικτος:''' -ον ([[θιγεῖν]]), αυτός που πετυχαίνει το κεντρικό [[σημείο]], [[εύστοχος]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔθικτος:''' -ον ([[θιγεῖν]]), αυτός που πετυχαίνει το κεντρικό [[σημείο]], [[εύστοχος]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔθικτος:''' (тж. εὔ. τὴν διάνοιαν Arst.) меткий, находчивый, остроумный (πρός τι Polyb.; [[εὐεπία]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-θικτος, ον [[θιγεῖν]]<br />[[touching]] the [[point]], [[clever]], Anth.
|mdlsjtxt=εὔ-θικτος, ον [[θιγεῖν]]<br />[[touching]] the [[point]], [[clever]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 06:38, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθικτος Medium diacritics: εὔθικτος Low diacritics: εύθικτος Capitals: ΕΥΘΙΚΤΟΣ
Transliteration A: eúthiktos Transliteration B: euthiktos Transliteration C: eythiktos Beta Code: eu)/qiktos

English (LSJ)

εὔθικτον, (θιγεῖν) touching the point, clever, quick, εὔ. τὴν διάνοιαν Arist.HA 616b22; εὔ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις quick in repartee, Ath. 13.583f; εὔθικτος νοῦς, γνώμη, προσβολή, Ph. 1.54, 240, 286; witty, Plb. 18.4.4, AP6.322 (Leon.): f.l. for εὔεικτος, Heraclit.All.51 codd. Adv. εὐθίκτως LXX 2 Ma. 15.38, Hdn.4.7.2.

German (Pape)

[Seite 1069] 11 leicht zu berühren, adv., Sp.; Hesych. erkl. εὐψηλαφήτως. – 2) gut berührend, treffend, bes. vom Witz, witzig, καὶ εὖ πεφυκὼς πρὸς τὸ διαχλευάζειν τοὺς ἀνθρώπους Pol. 17, 4, 4; vgl. Ath. XIII, 577 d; εὐεπία Leon. Al. 18 (VI, 322); Rhett. – Übh. geschickt, gewandt, τὴν διάνοιαν εὔθ., erfinderisches Sinnes, Arist. H. A. 9, 17; πρὸς τὰς ἀποκρίσεις, gewandt in treffenden Antworten, Ath. XIII, 523 d; auch adv., εὐθίκτως ἀποκρίνασθαι Hdn. 4, 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui touche juste, qui porte coup;
2 prompt ou adroit à la riposte, d'esprit fin et vif.
Étymologie: εὖ, θιγγάνω.

Russian (Dvoretsky)

εὔθικτος: (тж. εὔ. τὴν διάνοιαν Arst.) меткий, находчивый, остроумный (πρός τι Polyb.; εὐεπία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔθικτος: -ον, (θιγεῖν) ἐγγίζων καλῶς, ἐπιτυχῶς, εὐθυβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ Φίλων 1. 286. 38. 2) εὐφυής, ὀξύς, εὔθ. τὴν διάνοιαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1· εὔθ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις ὀξέως ἀποκρινόμενος, Ἀθήν 583D· εὐφυής, ἀγχίνους, Πολύβ. 17. 4, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 302. - Ἐπίρρ. -τως Ἡρῳδιαν. 4. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθικτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων
μσν.
εύκολα αντιληπτός
αρχ.
1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.)
2. ο ευφυής, ο έξυπνος (α. «τὴν δὲ διάνοιαν εὔθικτος καὶ εὐθήμων», Αριστοτ.
β. «εὔθικτοι πρὸς τὰς ἀπαντήσεις» — ικανοί στο να δίνουν εύστροφες απαντήσεις, Αθήν.)
3. πνευματώδηςεὔθικτος νοῦς», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θικτος (< θιγγάνω «αγγίζω»), πρβλ. άθικτος, απρόσ-θικτος].

Greek Monotonic

εὔθικτος: -ον (θιγεῖν), αυτός που πετυχαίνει το κεντρικό σημείο, εύστοχος, ευφυής, έξυπνος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-θικτος, ον θιγεῖν
touching the point, clever, Anth.