αὐτόχρημα: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftochrima | |Transliteration C=aftochrima | ||
|Beta Code=au)to/xrhma | |Beta Code=au)to/xrhma | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> Adv. [[in very deed]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''78, Luc.''Dem.Enc.''13, Procop.Gaz.''Ep.''58, Iamb.''Myst.''5.20; dub. in S.''Ichn.''38.<br><span class="bld">2</span> [[just]], [[exactly]], Ael.''NA''2.44, Aristid.2.228 J.<br><span class="bld">II</span> [[straightway]], Jul.''Or.''6.181b. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[de hecho]], [[en realidad]] τοσόνδε δ' | |dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[de hecho]], [[en realidad]] τοσόνδε δ' αὐτοῦ [[βῆμα]] διαβεβηκότος ὁ πρωκτός ἐστιν αὐ. ἐν Χάοσιν Ar.<i>Eq</i>.78, cf. <i>Et.Gen</i>.1424<br /><b class="num">•</b>[[en el momento]], [[al punto]] φλεγμαινούσαις νέων ὁρμαῖς αὐ. Luc.<i>Dem.Enc</i>.13, cf. Iambl.<i>Myst</i>.5.20, Iul.<i>Or</i>.9.181b, Σπαρτιάτης αὐ. γεγένημαι Procop.Gaz.<i>Ep</i>.101, ὡς αὐ. βασιλέα ἀτιμάσας Anast.Ant.<i>Fr</i>.M.89.1405A.<br /><b class="num">2</b> [[justamente]], [[exactamente]] λυποῦσι ... δηκτικαὶ προσπίτπουσαι, ὡς αὐ. ἐπὶ τῆς γῆς αἱ μυῖαι Ael.<i>NA</i> 2.44, εἰ δέ τις ἀχθεσθήσεται τούτοις ὑπὲρ Πλάτωνος, αὐ. τἀναντία οἷς βούλεται ποιήσει Aristid.<i>Or</i>.3.366<br /><b class="num">•</b>[[absolutamente]] θανάτου κρείττων ἐστὶν ὁ τοῦ θεοῦ λόγος, μᾶλλον δὲ αὐ. ζωή Cyr.Al.<i>Apol.Thdt</i>.12.92.<br /><b class="num">3</b> [[de por sí]] ὁ σοφοῦν ἑτέρους δυνάμενος ... οὐκ αὐ. ἐστιν ἡ σοφία, ἀλλὰ τῆς ἐνούσης ἐν αὐτῷ σοφίας [[διάκονος]] Cyr.Al.M.73.125B<br /><b class="num">•</b>[[verdaderamente]] ὁ δὲ αὐ. Μακκαβαῖος Synes.<i>Ep</i>.5 (p.16). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />justement, exactement.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[χρῆμα]]. | |btext=<i>adv.</i><br />[[justement]], [[exactement]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[χρῆμα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adv., <i>in der Tat, [[leibhaftig]]</i>, Ar. <i>Eq</i>. 78; <i>ganz und gar</i>, ὡς [[αὐτόχρημα]] αἱ μυῖαι, ganz wie die [[Fliegen]], Ael. <i>H.A</i>. 2.44; vgl. 14.10; Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτόχρημα:''' adv.<br /><b class="num">1</b> [[действительно]], [[в самом деле]] Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[в точности]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 25: | Line 31: | ||
|lsmtext='''αὐτόχρημα:''' επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> αληθινά και πραγματικά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ακριβώς, ομοίως και απαραλλάκτως, σε Λουκ. | |lsmtext='''αὐτόχρημα:''' επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> αληθινά και πραγματικά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ακριβώς, ομοίως και απαραλλάκτως, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> in [[very]] [[deed]], [[really]] and [[truly]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[just]], [[exactly]], Luc. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=(=[[πράγματι]], [[ἀκριβῶς]]). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + [[χρῆμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:54, 3 March 2024
English (LSJ)
A Adv. in very deed, Ar.Eq.78, Luc.Dem.Enc.13, Procop.Gaz.Ep.58, Iamb.Myst.5.20; dub. in S.Ichn.38.
2 just, exactly, Ael.NA2.44, Aristid.2.228 J.
II straightway, Jul.Or.6.181b.
Spanish (DGE)
adv.
1 de hecho, en realidad τοσόνδε δ' αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος ὁ πρωκτός ἐστιν αὐ. ἐν Χάοσιν Ar.Eq.78, cf. Et.Gen.1424
•en el momento, al punto φλεγμαινούσαις νέων ὁρμαῖς αὐ. Luc.Dem.Enc.13, cf. Iambl.Myst.5.20, Iul.Or.9.181b, Σπαρτιάτης αὐ. γεγένημαι Procop.Gaz.Ep.101, ὡς αὐ. βασιλέα ἀτιμάσας Anast.Ant.Fr.M.89.1405A.
2 justamente, exactamente λυποῦσι ... δηκτικαὶ προσπίτπουσαι, ὡς αὐ. ἐπὶ τῆς γῆς αἱ μυῖαι Ael.NA 2.44, εἰ δέ τις ἀχθεσθήσεται τούτοις ὑπὲρ Πλάτωνος, αὐ. τἀναντία οἷς βούλεται ποιήσει Aristid.Or.3.366
•absolutamente θανάτου κρείττων ἐστὶν ὁ τοῦ θεοῦ λόγος, μᾶλλον δὲ αὐ. ζωή Cyr.Al.Apol.Thdt.12.92.
3 de por sí ὁ σοφοῦν ἑτέρους δυνάμενος ... οὐκ αὐ. ἐστιν ἡ σοφία, ἀλλὰ τῆς ἐνούσης ἐν αὐτῷ σοφίας διάκονος Cyr.Al.M.73.125B
•verdaderamente ὁ δὲ αὐ. Μακκαβαῖος Synes.Ep.5 (p.16).
French (Bailly abrégé)
adv.
justement, exactement.
Étymologie: αὐτός, χρῆμα.
German (Pape)
adv., in der Tat, leibhaftig, Ar. Eq. 78; ganz und gar, ὡς αὐτόχρημα αἱ μυῖαι, ganz wie die Fliegen, Ael. H.A. 2.44; vgl. 14.10; Sp.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόχρημα: adv.
1 действительно, в самом деле Arph.;
2 в точности Luc.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόχρημα: ἐπίρρ., «αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» (Ἡσύχ.), τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 78. ΙΙ. ἀκριβῶς, ἀπαραλλάκτως, Αἰλ. π. Ζ. 2. 44, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 13.
Greek Monolingual
(AM αὐτόχρημα) επίρρ.
πραγματικά
αρχ.-μσν.
1. εξολοκλήρου, απολύτως
2. αμέσως
3. ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + χρήμα «κάθε τι που συμβαίνει, πράγμα, γεγονός» (πρβλ. επίρρ. παραχρήμα «ευθύς, αμέσως» από τη φράση «παρά το χρήμα»)].
Greek Monotonic
αὐτόχρημα: επίρρ.,
I. αληθινά και πραγματικά, σε Αριστοφ.
II. ακριβώς, ομοίως και απαραλλάκτως, σε Λουκ.
Middle Liddell
I. in very deed, really and truly, Ar.
II. just, exactly, Luc.