μεσόλευκος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesolefkos
|Transliteration C=mesolefkos
|Beta Code=meso/leukos
|Beta Code=meso/leukos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[middling white]], <b class="b3">χιτὼν πορφυροῦς μ</b>. a tunic of purple [[shot with white]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.13</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>11</span>; <b class="b3">μ. χιτών</b> alone, <span class="title">JHS</span>41.195 (Delos, ii B. C.), <span class="bibl">D.C.36.52</span>; opp. [[πορφύρεος]], Ephipp. ap. <span class="bibl">Ath.12.537e</span>; χλαμὺς μ. <span class="bibl">D.C.78.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., a precious stone, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>37.174</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[λευκὰς ὀρεινή]], ib.<span class="bibl">27.102</span>.</span>
|Definition=μεσόλευκον,<br><span class="bld">A</span> [[middling white]], <b class="b3">χιτὼν πορφυροῦς μ.</b> a tunic of purple [[shot with white]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.3.13, cf. Luc.''Alex.''11; <b class="b3">μ. χιτών</b> alone, ''JHS''41.195 (Delos, ii B. C.), D.C.36.52; opp. [[πορφύρεος]], Ephipp. ap. Ath.12.537e; χλαμὺς μ. D.C.78.3.<br><span class="bld">II</span> Subst., a precious stone, Plin. ''HN''37.174.<br><span class="bld">2</span> = [[λευκὰς ὀρεινή]], ib.27.102.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />blanc au milieu, mêlé de blanc.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[λευκός]].
|btext=ος, ον :<br />[[blanc au milieu]], [[mêlé de blanc]].<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[λευκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόλευκος:''' [[белый посредине]]: χιτὼν [[πορφυροῦς]] μ. Xen. пурпуровое платье с белыми полосами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσόλευκος:''' -ον, αυτός που έχει στο [[μέσο]] του [[λευκό]] [[χρώμα]], χιτὼνπορφυρᾶ [[μεσόλευκος]], [[πορφυρός]] [[χιτώνας]] που στο [[μέσο]] του διακοσμείται με [[λευκό]] [[χρώμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''μεσόλευκος:''' -ον, αυτός που έχει στο [[μέσο]] του [[λευκό]] [[χρώμα]], χιτὼνπορφυρᾶ [[μεσόλευκος]], [[πορφυρός]] [[χιτώνας]] που στο [[μέσο]] του διακοσμείται με [[λευκό]] [[χρώμα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόλευκος:''' [[белый посредине]]: χιτὼν [[πορφυροῦς]] μ. Xen. пурпуровое платье с белыми полосами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεσό-λευκος, ον<br />[[middling]] [[white]], χιτὼν πορφυρᾶ μ. a [[tunic]] of [[purple]] [[shot]] with [[white]], Xen.
|mdlsjtxt=μεσό-λευκος, ον<br />[[middling]] [[white]], χιτὼν πορφυρᾶ μ. a [[tunic]] of [[purple]] [[shot]] with [[white]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόλευκος Medium diacritics: μεσόλευκος Low diacritics: μεσόλευκος Capitals: ΜΕΣΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: mesóleukos Transliteration B: mesoleukos Transliteration C: mesolefkos Beta Code: meso/leukos

English (LSJ)

μεσόλευκον,
A middling white, χιτὼν πορφυροῦς μ. a tunic of purple shot with white, X.Cyr.8.3.13, cf. Luc.Alex.11; μ. χιτών alone, JHS41.195 (Delos, ii B. C.), D.C.36.52; opp. πορφύρεος, Ephipp. ap. Ath.12.537e; χλαμὺς μ. D.C.78.3.
II Subst., a precious stone, Plin. HN37.174.
2 = λευκὰς ὀρεινή, ib.27.102.

German (Pape)

[Seite 138] in der Mitte weiß, dazwischen weiß, mit weiß gemischt; χιτὼν πορφυροῦς μεσ., Xen. Cyr. 8, 3, 13; Callixen. u. Ephipp. Ath. V, 196 c XII, 537 e; Luc. Alex. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blanc au milieu, mêlé de blanc.
Étymologie: μέσος, λευκός.

Russian (Dvoretsky)

μεσόλευκος: белый посредине: χιτὼν πορφυροῦς μ. Xen. пурпуровое платье с белыми полосами.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόλευκος: -ον, διάλευκος, χιτὼν πορφυροῦς μεσόλευκος, χιτὼν προφυροῦς μεμιγμένος μὲ λευκὸν χρῶμα, διάλευκος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13· - ὡσαύτως, μ. χιτών, μόνον, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 11· ἐναντίον τῷ πορφύρεος, Ἔφιππ. παρ’ Ἀθην. 537D· πρβλ. μεσοπόρφυρος.

Greek Monolingual

μεσόλευκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι στη μέση λευκός, ο αναμεμιγμένος με λευκό χρώμα, ο διάλευκος
2. το αρσ. ως ουσ.μεσόλευκος
είδος πολύτιμου λίθου
3. το θηλ. ως ουσ.μεσόλευκος
το φυτό λευκάς η ορεινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + λευκός.

Greek Monotonic

μεσόλευκος: -ον, αυτός που έχει στο μέσο του λευκό χρώμα, χιτὼνπορφυρᾶ μεσόλευκος, πορφυρός χιτώνας που στο μέσο του διακοσμείται με λευκό χρώμα, σε Ξεν.

Middle Liddell

μεσό-λευκος, ον
middling white, χιτὼν πορφυρᾶ μ. a tunic of purple shot with white, Xen.