κρίσιμος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krisimos | |Transliteration C=krisimos | ||
|Beta Code=kri/simos | |Beta Code=kri/simos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐς], ον, ([[κρίσις]]) [[decisive]], [[critical]], <b class="b3">κρίσιμος ἡμέρα</b> the [[crisis]] of a [[disease]], Hp.''Aph.''7.85, al., Arist.''Ph.''230b5; <b class="b3">κ. γὰρ αὕτη γίγνεται</b> (''[[sc.]]'' the seventh day) Men.890; also κ. φάεα ''AP''11.382.11 (Agath.); ἐν κρισίμοις Hp.''Epid.''1.7: Comp. κρισιμώτερος Id.''Acut.''23. Adv. [[κρισίμως]] Id. ''Epid.''l.c. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sert à juger, décisif, | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui sert à juger]], [[décisif]], [[critique]] ; <i>particul. en parl. de maladie</i>;<br /><b>2</b> [[qui concerne]] <i>ou</i> amène la crise.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κρίσιμος -ον [κρίσις] [[beslissend]], [[kritiek]]:. ἐν τῇσι κρισίμοισιν ἡμέρῃσι op de kritieke dagen Hp. Aph. 7.85. passend bij kritieke omstandigheden; Hp.; adv. κρισίμως alarmerend. Hp. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[entscheidend]], den [[Ausschlag]] [[gebend]]</i>; bes. [[ἡμέρα]], bei den Medic. <i>der Tag der [[Krisis]] in [[Krankheiten]]</i>. – Auch = <i>was zu [[beurteilen]], zu [[entscheiden]] ist, also [[unentschieden]], [[streitig]]</i>, Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρίσῐμος:''' (ρῐ) решающий, переломный, критический ([[ἡμέρα]] Arst.; [[φάος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κρίσῐμος:''' [ῐ], -ον ([[κρίσις]]), [[αποφασιστικός]], [[κατηγορηματικός]] [[κρίσιμος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κρίσῐμος:''' [ῐ], -ον ([[κρίσις]]), [[αποφασιστικός]], [[κατηγορηματικός]] [[κρίσιμος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κρίσῐμος''': ῐ, ον, ([[κρίσις]]) ὡς καὶ νῦν, [[κρίσιμος]], κρ. [[ἡμέρα]], ἡ [[κρίσιμος]] [[ἡμέρα]] νόσου, Ἱππ. Ἀφ. 1261, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 7· ὁ Μένανδ. λέγει περὶ τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, κρ. γὰρ αὕτη γίγνεται ἐν Ἀδήλ. 296· οὕτω κρ. φάεα Ἀνθ. Π. 11. 382, 11· τὸ κρ., κρίσιμον [[σημεῖον]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ― συγκρ. -ώτερος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἐπίρρ. -μῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. τὸ Α΄, 945. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κρῐ́σῐμος, ον [[κρίσις]]<br />[[decisive]], [[critical]], Anth. | |mdlsjtxt=κρῐ́σῐμος, ον [[κρίσις]]<br />[[decisive]], [[critical]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐς], ον, (κρίσις) decisive, critical, κρίσιμος ἡμέρα the crisis of a disease, Hp.Aph.7.85, al., Arist.Ph.230b5; κ. γὰρ αὕτη γίγνεται (sc. the seventh day) Men.890; also κ. φάεα AP11.382.11 (Agath.); ἐν κρισίμοις Hp.Epid.1.7: Comp. κρισιμώτερος Id.Acut.23. Adv. κρισίμως Id. Epid.l.c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui sert à juger, décisif, critique ; particul. en parl. de maladie;
2 qui concerne ou amène la crise.
Étymologie: κρίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρίσιμος -ον [κρίσις] beslissend, kritiek:. ἐν τῇσι κρισίμοισιν ἡμέρῃσι op de kritieke dagen Hp. Aph. 7.85. passend bij kritieke omstandigheden; Hp.; adv. κρισίμως alarmerend. Hp.
German (Pape)
entscheidend, den Ausschlag gebend; bes. ἡμέρα, bei den Medic. der Tag der Krisis in Krankheiten. – Auch = was zu beurteilen, zu entscheiden ist, also unentschieden, streitig, Sp.
Russian (Dvoretsky)
κρίσῐμος: (ρῐ) решающий, переломный, критический (ἡμέρα Arst.; φάος Anth.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κρίσιμος, -ίμη, -ον) κρίσις
1. αυτός που δίνει οριστική τροπή σε κάτι, αποφασιστικός («κρίσιμη συνάντηση»)
2. σοβαρός, επικίνδυνος (α. «η κατάσταση του ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση» γ. «κρίσιμος ἡμέρα», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζει οριακές καταστάσεις, πέρα από τις οποίες ορισμένα φαινόμενα ισχύουν ή παύουν να υφίστανται (α. «κρίσιμη θερμοκρασία» β. «κρίσιμο σημείο»)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κρίσιμο(ν)
η δικαστική υπόθεση που πρόκειται να κριθεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ.
1. δίκη
2. δικαστική απόφαση
3. εκδίκηση, τιμωρία
4. βάσανο.
επίρρ...
κρισίμως και -ιμα
με κρίσιμο τρόπο.
Greek Monotonic
κρίσῐμος: [ῐ], -ον (κρίσις), αποφασιστικός, κατηγορηματικός κρίσιμος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κρίσῐμος: ῐ, ον, (κρίσις) ὡς καὶ νῦν, κρίσιμος, κρ. ἡμέρα, ἡ κρίσιμος ἡμέρα νόσου, Ἱππ. Ἀφ. 1261, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 7· ὁ Μένανδ. λέγει περὶ τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, κρ. γὰρ αὕτη γίγνεται ἐν Ἀδήλ. 296· οὕτω κρ. φάεα Ἀνθ. Π. 11. 382, 11· τὸ κρ., κρίσιμον σημεῖον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ― συγκρ. -ώτερος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἐπίρρ. -μῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. τὸ Α΄, 945.