παρηορία: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parioria
|Transliteration C=parioria
|Beta Code=parhori/a
|Beta Code=parhori/a
|Definition=ἡ, in plural, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[side-traces]], [[by which the]] [[παρήορος]] [[was attached beside]] the regular pair, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε <span class="bibl">Il.8.87</span>; <b class="b3">ἐν δὲ παρηο ρίῃσι… Πήδασον ἵει</b> he harnessed Pedasus with [[side-traces]], <span class="bibl">16.152</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in plural, [[outlying reaches]] of a river, <span class="bibl">Arat.600</span>.</span>
|Definition=ἡ, in plural,<br><span class="bld">A</span> [[side-traces]], [[by which the]] [[παρήορος]] [[was attached beside]] the regular pair, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Il.8.87; <b class="b3">ἐν δὲ παρηο ρίῃσι… Πήδασον ἵει</b> he harnessed Pedasus with [[side-traces]], 16.152.<br><span class="bld">II</span> in plural, [[outlying reaches]] of a river, Arat.600.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />trait pour attacher un cheval de main.<br />'''Étymologie:''' [[παρήορος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[trait pour attacher un cheval de main]].<br />'''Étymologie:''' [[παρήορος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρηορία''': , ἐν τῷ πληθ., αἱ τοῦ παρηόρου ἵππου ταινίαι, αἱ παραζεύξεις, ὅ ἐστιν οἱ [[ἔξωθεν]] παρατεταμένοι ἱμάντες, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Ἰλ. Θ. 87˙ ἐν δὲ παρηορίῃσιν ... Πήδασον ἵει, ἐν δὲ ταῖς ἔξω τοῦ ζυγοῦ ἡνίαις ἔζευξε τὸν Πήδ., Π. 152. ΙΙ. τὰ πλάγια οἱουδήποτε πράγματος, [[οἷον]] ποταμοῦ, Ἄρατ. 600.
|elnltext=παρηορία -ας, ἡ [παρήορος] (zij)teugel, zijriem, zijlijn.
}}
{{elru
|elrutext='''παρηορία:''' ἡ (только pl.) упряжь пристяжной лошади, пристяжка Hom.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''παρηορία:''' ἡ, στον πληθ., ιμάντες, δηλ. λουριά με τα οποία το [[άλογο]] δένεται δίπλα στην [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει</i>, δάμασε τον Πήγασο με χαλινάρια, στο ίδ.
|lsmtext='''παρηορία:''' ἡ, στον πληθ., ιμάντες, δηλ. λουριά με τα οποία το [[άλογο]] δένεται δίπλα στην [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει</i>, δάμασε τον Πήγασο με χαλινάρια, στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρηορία:''' ἡ (только pl.) упряжь пристяжной лошади, пристяжка Hom.
|lstext='''παρηορία''': , ἐν τῷ πληθ., αἱ τοῦ παρηόρου ἵππου ταινίαι, αἱ παραζεύξεις, ὅ ἐστιν οἱ [[ἔξωθεν]] παρατεταμένοι ἱμάντες, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Ἰλ. Θ. 87˙ ἐν δὲ παρηορίῃσιν ... Πήδασον ἵει, ἐν δὲ ταῖς ἔξω τοῦ ζυγοῦ ἡνίαις ἔζευξε τὸν Πήδ., Π. 152. ΙΙ. τὰ πλάγια οἱουδήποτε πράγματος, [[οἷον]] ποταμοῦ, Ἄρατ. 600.
}}
{{elnl
|elnltext=παρηορία -ας, [παρήορος] (zij)teugel, zijriem, zijlijn.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρηορία]], ἡ,<br />in pl. [[side]]-[[traces]], i. e. the [[traces]] by [[which]] the [[outside]] [[horse]] (παρήοροσ) was harnessed [[beside]] the [[regular]] [[pair]], Il.; ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει he harnessed [[Pedasus]] with [[side]]-[[traces]], Il.
|mdlsjtxt=[[παρηορία]], ἡ,<br />in pl. [[side]]-[[traces]], i. e. the [[traces]] by [[which]] the [[outside]] [[horse]] (παρήοροσ) was harnessed [[beside]] the [[regular]] [[pair]], Il.; ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει he harnessed [[Pedasus]] with [[side]]-[[traces]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηορία Medium diacritics: παρηορία Low diacritics: παρηορία Capitals: ΠΑΡΗΟΡΙΑ
Transliteration A: parēoría Transliteration B: parēoria Transliteration C: parioria Beta Code: parhori/a

English (LSJ)

ἡ, in plural,
A side-traces, by which the παρήορος was attached beside the regular pair, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Il.8.87; ἐν δὲ παρηο ρίῃσι… Πήδασον ἵει he harnessed Pedasus with side-traces, 16.152.
II in plural, outlying reaches of a river, Arat.600.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
trait pour attacher un cheval de main.
Étymologie: παρήορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρηορία -ας, ἡ [παρήορος] (zij)teugel, zijriem, zijlijn.

Russian (Dvoretsky)

παρηορία: ἡ (только pl.) упряжь пристяжной лошади, пристяжка Hom.

Greek Monolingual

ἡ, Α παρήορος
στον πληθ. αἱ παρηορίαι
α) οι τεντωμένοι ιμάντες με τους οποίους δένονταν ο παρήορος δίπλα στα ζευγμένα άλογα του άρματος
β) οι εκτάσεις που βρίσκονται και στις δύο πλευρές ποταμού, παραποτάμιες εκτάσεις.

Greek Monotonic

παρηορία: ἡ, στον πληθ., ιμάντες, δηλ. λουριά με τα οποία το άλογο δένεται δίπλα στην άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει, δάμασε τον Πήγασο με χαλινάρια, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρηορία: ἡ, ἐν τῷ πληθ., αἱ τοῦ παρηόρου ἵππου ταινίαι, αἱ παραζεύξεις, ὅ ἐστιν οἱ ἔξωθεν παρατεταμένοι ἱμάντες, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Ἰλ. Θ. 87˙ ἐν δὲ παρηορίῃσιν ... Πήδασον ἵει, ἐν δὲ ταῖς ἔξω τοῦ ζυγοῦ ἡνίαις ἔζευξε τὸν Πήδ., Π. 152. ΙΙ. τὰ πλάγια οἱουδήποτε πράγματος, οἷον ποταμοῦ, Ἄρατ. 600.

Middle Liddell

παρηορία, ἡ,
in pl. side-traces, i. e. the traces by which the outside horse (παρήοροσ) was harnessed beside the regular pair, Il.; ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει he harnessed Pedasus with side-traces, Il.