συνοφρυόομαι: Difference between revisions
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "Trach" to "Trach") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=[[συνοφρυοῦμαι]];<br /><i>pf.</i> [[συνωφρύωμαι]];<br />contracter <i>ou</i> froncer les sourcils.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀφρύς]]. | |btext=[[συνοφρυοῦμαι]];<br /><i>pf.</i> [[συνωφρύωμαι]];<br />contracter <i>ou</i> froncer les sourcils.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀφρύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνοφρῠόομαι ([[σύνοφρυς]]) (de wenkbrauwen) fronsen. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=dep. med., <i>die [[Augenbrauen]] [[zusammenziehen]], die [[Stirn]] [[runzeln]]</i>; ὡς [[ἀήθης]] καὶ συνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸς [[ἡμᾶς]] [[γραῖα]], Soph. <i>Trach</i>. 866, wo es [[Zeichen]] der [[Trauer]] ist; συνωφρυωμένῳ προσώπῳ, Eur. <i>Alc</i>. 777, vgl. 800. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext=[[συνοφρυόομαι]]: стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]], ΝΜΑ [[σύνοφρυς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[δυσαρέσκεια]], θυμό, [[ανησυχία]] ή [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[σκυθρωπάζω]], [[κατσουφιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[λύπη]], λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς [[ἀήθης]] και ξυνωφρυωμένη | |mltxt=[[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]], ΝΜΑ [[σύνοφρυς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[δυσαρέσκεια]], θυμό, [[ανησυχία]] ή [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[σκυθρωπάζω]], [[κατσουφιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[λύπη]], λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς [[ἀήθης]] και ξυνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸς ἡμᾶς γραῖα...», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «συνωφρυωμένος<br />λυπούμενος»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «καὶ παρὰ τοῖς τραγωδοῖς τὸ συνωφρυοῦσθαι ἐπὶ τῶν λυπουμένων». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνοφρυόομαι''': [[συστέλλω]] τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, [[σκυθρωπάζω]], [[ἀήθης]] καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. [[συνωφρύωμαι]] [[ὀφρύς]]<br />Pass. to [[have]] the [[brow]] knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted [[brow]], Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with [[frowning]] [[countenance]], Eur. | |mdlsjtxt=fut. [[συνωφρύωμαι]] [[ὀφρύς]]<br />Pass. to [[have]] the [[brow]] knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted [[brow]], Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with [[frowning]] [[countenance]], Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:55, 9 May 2023
English (LSJ)
συνοφρυόομαι or συνοφρυοῦμαι, Pass., to frown, to have the brow knitted, ἀήθης καὶ συνωφρυωμένη S.Tr.869, cf. Dam.Isid.138; προσώπῳ συνωφρυωμένῳ = with frowning countenance, E.Alc.777, cf. 800.
French (Bailly abrégé)
συνοφρυοῦμαι;
pf. συνωφρύωμαι;
contracter ou froncer les sourcils.
Étymologie: σύν, ὀφρύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοφρῠόομαι (σύνοφρυς) (de wenkbrauwen) fronsen.
German (Pape)
dep. med., die Augenbrauen zusammenziehen, die Stirn runzeln; ὡς ἀήθης καὶ συνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸς ἡμᾶς γραῖα, Soph. Trach. 866, wo es Zeichen der Trauer ist; συνωφρυωμένῳ προσώπῳ, Eur. Alc. 777, vgl. 800.
Russian (Dvoretsky)
συνοφρυόομαι: стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди.
Greek Monotonic
συνοφρυόομαι: μέλ. συνωφρύωμαι (ὀφρῦς), Παθ., σουφρώνω τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω· ξυνωφρυωμένη, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ.
Greek Monolingual
συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι, ΝΜΑ σύνοφρυς
νεοελλ.
σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω
αρχ.
1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ.
β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς ἀήθης και ξυνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸς ἡμᾶς γραῖα...», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «συνωφρυωμένος
λυπούμενος»
3. (κατά τον Πολυδ.) «καὶ παρὰ τοῖς τραγωδοῖς τὸ συνωφρυοῦσθαι ἐπὶ τῶν λυπουμένων».
Greek (Liddell-Scott)
συνοφρυόομαι: συστέλλω τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, σκυθρωπάζω, ἀήθης καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50.
Middle Liddell
fut. συνωφρύωμαι ὀφρύς
Pass. to have the brow knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted brow, Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with frowning countenance, Eur.