ἀντικάθημαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (elru replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antikathimai
|Transliteration C=antikathimai
|Beta Code=a)ntika/qhmai
|Beta Code=a)ntika/qhmai
|Definition=Ion. ἀντικάτ-, properly pf. of [[ἀντικαθίζομαι]], butused as pres.:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be set over against]], τινί Archyt. ap. Stob.4.1.138. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> mostly of armies or fleets, [[lie over against]], so as to watch each other, ἡμέραι σφι ἀντικατημένοισι ἐγεγόνεσαν ὀκτώ <span class="bibl">Hdt.9.39</span>, cf. <span class="bibl">41</span>, <span class="bibl">Th.5.6</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>8.12</span>, etc.: metaph., λόγος ἀ. τινι <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.145</span>.</span>
|Definition=Ion. [[ἀντικάτημαι]], properly pf. of [[ἀντικαθίζομαι]], butused as pres.:—<br><span class="bld">A</span> to [[be set over against]], τινί Archyt. ap. Stob.4.1.138.<br><span class="bld">2</span> mostly of armies or fleets, [[lie over against]], so as to watch each other, ἡμέραι σφι ἀντικατημένοισι ἐγεγόνεσαν ὀκτώ [[Herodotus|Hdt.]]9.39, cf. 41, Th.5.6, X.''Eq.Mag.''8.12, etc.: metaph., λόγος ἀ. τινι S.E.''M.''1.145.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀντεκαθήμην;<br />camper en face.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κάθημαι]].
|btext=<i>impf.</i> ἀντεκαθήμην;<br />[[camper en face]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κάθημαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικάθημαι:''' ион. [[ἀντικάτημαι]] [pf. praes. к [[ἀντικαθίζομαι]]<br /><b class="num">1)</b> быть расположенным (лагерем) напротив Thuc., Xen., Polyb., Plut.: τοῖς τείχεσιν ἀ. Plut. стоять у стен (города), осаждать (город);<br /><b class="num">2)</b> противостоять, противоречить (ἰσχυρὸς ἀντικάθηται [[τούτῳ]] [[λόγος]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικάθημαι:''' Ιων. ἀντι-κάτ-, παρακ. του [[ἀντικαθίζομαι]], που χρησιμ. ως ενεστ., [[κάθομαι]] [[απέναντι]]· λέγεται για στρατεύματα ή στόλους, [[στέκομαι]] αντίθετα, ώστε να παρακολουθεί ο [[ένας]] τον [[άλλο]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀντικάθημαι:''' Ιων. ἀντι-κάτ-, παρακ. του [[ἀντικαθίζομαι]], που χρησιμ. ως ενεστ., [[κάθομαι]] [[απέναντι]]· λέγεται για στρατεύματα ή στόλους, [[στέκομαι]] αντίθετα, ώστε να παρακολουθεί ο [[ένας]] τον [[άλλο]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικάθημαι:''' ион. [[ἀντικάτημαι]] [pf. praes. к [[ἀντικαθίζομαι]]<br /><b class="num">1)</b> [[быть расположенным]] (лагерем) напротив Thuc., Xen., Polyb., Plut.: τοῖς τείχεσιν ἀ. Plut. стоять у стен (города), осаждать (город);<br /><b class="num">2)</b> [[противостоять]], [[противоречить]] (ἰσχυρὸς ἀντικάθηται [[τούτῳ]] [[λόγος]] Sext.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[perf. of [[ἀντικαθίζομαι]], but used as pres.]<br />to be set [[over]] [[against]]; of armies or fleets, to lie [[over]] [[against]], so as to [[watch]] [[each]] [[other]], Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=[perf. of [[ἀντικαθίζομαι]], but used as pres.]<br />to be set [[over]] [[against]]; of armies or fleets, to lie [[over]] [[against]], so as to [[watch]] [[each]] [[other]], Hdt., Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικάθημαι Medium diacritics: ἀντικάθημαι Low diacritics: αντικάθημαι Capitals: ΑΝΤΙΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: antikáthēmai Transliteration B: antikathēmai Transliteration C: antikathimai Beta Code: a)ntika/qhmai

English (LSJ)

Ion. ἀντικάτημαι, properly pf. of ἀντικαθίζομαι, butused as pres.:—
A to be set over against, τινί Archyt. ap. Stob.4.1.138.
2 mostly of armies or fleets, lie over against, so as to watch each other, ἡμέραι σφι ἀντικατημένοισι ἐγεγόνεσαν ὀκτώ Hdt.9.39, cf. 41, Th.5.6, X.Eq.Mag.8.12, etc.: metaph., λόγος ἀ. τινι S.E.M.1.145.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀντικατ-
1 abs. apostarse contra de ejércitos y flotas tomar posiciones, acecharse ἡμέραι δέ σφι ἀντικατημένοισι ... ἐγεγόνεσαν ὀκτώ Hdt.9.39, cf. 41, ἀντικάθητο καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῷ Κερδυλίῳ Th.5.6, Θεσσαλῶν ἀντικαθημένων Polyaen.2.3.13, cf. X.Eq.8.12, Eq.Mag.8.20
c. dat. tomar posición frente a τοῖς λογχοφόροις Plb.3.94.6, ἀλλήλοις Plb.3.49.8.
2 oponerse a τοῖς ... βασιλεῦσιν οἱ ἔφοροι ἀντικάθηνται Archyt.Fr.Sp.1 (1, p.560), τῷ λογικῷ M.Ant.3.6, ἰσχυρὸς ἀντικάθηται τούτῳ λόγος S.E.M.1.145.

German (Pape)

[Seite 252] = ἀντικαθέζομαι, Her. 9, 33. 44; ἀντικάθωνται Xen. Hipparch. 8, 20; ἀντεκάθητο ἐπὶ τῷ Κερδυλίῳ Thuc. 5, 6; ἀλλήλοις μετὰ στρατοπέδων Pol. 3, 49.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀντεκαθήμην;
camper en face.
Étymologie: ἀντί, κάθημαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικάθημαι: ион. ἀντικάτημαι [pf. praes. к ἀντικαθίζομαι
1) быть расположенным (лагерем) напротив Thuc., Xen., Polyb., Plut.: τοῖς τείχεσιν ἀ. Plut. стоять у стен (города), осаждать (город);
2) противостоять, противоречить (ἰσχυρὸς ἀντικάθηται τούτῳ λόγος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικάθημαι: Ἰων. ἀντικάτ-, κυρίως, πρκμ. τοῦ ἀντικαθίζομαι, ἀλλ’ ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεστ., κάθημαι, εἶμαι τοποθετημένος ἀπέναντί τινος, τινὶ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 11. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ στρατῶν καὶ στόλων καθημένων ἀπέναντι ἀλλήλων καὶ ἐπιτηρούντων ἀλλήλους, ἡμέραι δέ σφι ἀντικατημένοισι ἤδη ἐγεγόνεσαν ὀκτὼ Ἡρόδ. 9. 39, πρβλ. 41, Θουκ. 5. 6, Ξεν., κλ.: μεταφ. λόγος ἀντ. τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 145.

Greek Monolingual

ἀντικάθημαι και ιων. τ. ἀντικάτημαι (Α)
βλ. αντικαθίζω.

Greek Monotonic

ἀντικάθημαι: Ιων. ἀντι-κάτ-, παρακ. του ἀντικαθίζομαι, που χρησιμ. ως ενεστ., κάθομαι απέναντι· λέγεται για στρατεύματα ή στόλους, στέκομαι αντίθετα, ώστε να παρακολουθεί ο ένας τον άλλο, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

[perf. of ἀντικαθίζομαι, but used as pres.]
to be set over against; of armies or fleets, to lie over against, so as to watch each other, Hdt., Thuc.