ἀποπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopetomai
|Transliteration C=apopetomai
|Beta Code=a)pope/tomai
|Beta Code=a)pope/tomai
|Definition=fut. -πετήσομαι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1126</span>: aor. [[ἀπεπτάμην]], part. <b class="b3">-πτάμενος</b>, inf. -πτάσθαι <span class="bibl">Hdt.7.13</span>: also ἀπεπτόμην <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>90</span>; aor.2 [[ἀπέπτην]], 3pl. ἀπέπταν <span class="bibl">Emp.2.4</span>; inf. ἀποπτῆναι <span class="title">AP</span>5.211 (Mel.):— [[fly off]] or [[away]], especially of dreams, ᾤχετ' ἀποπτάμενος <span class="bibl">Il.2.71</span>; ψυχὴ δ' ἠύτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται <span class="bibl">Od. 11.222</span>; ἀπέπτετο <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>90</span>; <b class="b3">ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου</b> ib.<span class="bibl">1369</span>; οἴχεται ἀποπτάμενος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>183e</span>; συχνὸν ἀποπτάς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>619a32</span>; ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης <span class="title">IG</span> 9(1).883.6 (Corcyra).
|Definition=fut. -πετήσομαι Ar.''Pax''1126: aor. ἀπεπτάμην, part. -πτάμενος, inf. -πτάσθαι [[Herodotus|Hdt.]]7.13: also [[ἀπεπτόμην]] [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''90; aor.2 [[ἀπέπτην]], 3pl. ἀπέπταν Emp.2.4; inf. ἀποπτῆναι ''AP''5.211 (Mel.):—[[fly off]] or [[away]], especially of dreams, ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.2.71; ψυχὴ δ' ἠύτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od. 11.222; ἀπέπτετο [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''90; <b class="b3">ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου</b> ib.1369; οἴχεται ἀποπτάμενος [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 183e; συχνὸν ἀποπτάς [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''619a32; ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης ''IG'' 9(1).883.6 (Corcyra).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=s'envoler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πέτομαι]].
|btext=[[s'envoler]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πέτομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπέτομαι:''' [[улетать]], [[упархивать]] Arph., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπέτομαι:''' μέλ. <i>-πετήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-επτάμην</i>, μτχ. -[[πτάμενος]]· (πρβλ. [[πέτομαι]])· [[πετώ]] [[μακριά]], σηκώνομαι [[ψηλά]] και εξαφανίζομαι, [[σηκώνω]] τα φτερά μου και [[πετώ]] [[μακριά]], λέγεται [[κυρίως]] για τα όνειρα, σε Όμηρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποπέτομαι:''' μέλ. <i>-πετήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-επτάμην</i>, μτχ. -[[πτάμενος]]· (πρβλ. [[πέτομαι]])· [[πετώ]] [[μακριά]], σηκώνομαι [[ψηλά]] και εξαφανίζομαι, [[σηκώνω]] τα φτερά μου και [[πετώ]] [[μακριά]], λέγεται [[κυρίως]] για τα όνειρα, σε Όμηρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπέτομαι:''' [[улетать]], [[упархивать]] Arph., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[cf. [[πέτομαι]]<br />to fly off or [[away]], Hom., Ar.
|mdlsjtxt=[cf. [[πέτομαι]]<br />to fly off or [[away]], Hom., Ar.
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπέτομαι Medium diacritics: ἀποπέτομαι Low diacritics: αποπέτομαι Capitals: ΑΠΟΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: apopétomai Transliteration B: apopetomai Transliteration C: apopetomai Beta Code: a)pope/tomai

English (LSJ)

fut. -πετήσομαι Ar.Pax1126: aor. ἀπεπτάμην, part. -πτάμενος, inf. -πτάσθαι Hdt.7.13: also ἀπεπτόμην Ar.Av.90; aor.2 ἀπέπτην, 3pl. ἀπέπταν Emp.2.4; inf. ἀποπτῆναι AP5.211 (Mel.):—fly off or away, especially of dreams, ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.2.71; ψυχὴ δ' ἠύτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od. 11.222; ἀπέπτετο Ar.Av.90; ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου ib.1369; οἴχεται ἀποπτάμενος Pl.Smp. 183e; συχνὸν ἀποπτάς Arist.HA619a32; ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης IG 9(1).883.6 (Corcyra).

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ind. ἀποπετήσει Ar.Pax 1126; aor. ind. ἀπέπτετο Ar.Au.90, part. ἀποπτάμενος Il.2.71, tb. en v. act. ac. plu. fem. ἀποπτάσας Chrys.Ep.7.1a]
irse volando, volar, echar a volar de visiones en sueños ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.l.c., cf. Hdt.7.13, de la memoria, Meth.Symp.3.14 (p.45.13)
del alma al morir ψυχὴ δ' ἠΰτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od.11.222, cf. Emp.B 2.4, ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης IG 9(1).883.6 (Corcira II d.C.), cf. Nonn.D.11.90
de seres divinizados ἀποπτάμενος προλιπὼν χθόνα Hes.Th.284, los amores AP 5.212 (Mel.), cf. Pl.Smp.183e (c. juego de palabras sobre Il.2.71, cf. supra)
de elementos físicos τὸ θερμὸν ὑπὸ κουφότητος εἰς τῆν ἄνω χώραν ἀποπτάμενον οἴχεται Plu.2.928a
esp. de aves, Ar.Au.90, Arist.HA 619a32, Fr.346, D.C.43.35.4, Aesop.133.3, Aristaenet.1.3.52, D.P.Au.1.4, 31, 3.19, 21
de pers. imaginadas como pájaros, Ar.Au.1369, Pax 1126
fig. echar a volar la imaginación ὑφ' ὧν ἐπαιρόμεναι πολλάκις ἀποπέτονται las mujeres por efecto de vanidades, Plu.2.752f
ser arrebatado τὰς κώπας τῶν χειρῶν τῶν ναυτῶν ἀποπτάσας los remos arrebatados de las manos de los marineros en la tormenta, Chrys.l.c.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πέτομαι), wegfliegen, ἀποπέτου Ar. Av. 1369; ἀποπετήσομαι Pax 1126; Sp., wie Plut. adv. St. 28 ἀποπετόμενοι; vgl. ἀφίπταμαι.

French (Bailly abrégé)

s'envoler.
Étymologie: ἀπό, πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπέτομαι: улетать, упархивать Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπέτομαι: μέλλ. -πετήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1. 126: ἀόρ. ἀπεπτάμην, μετοχ. ἀποπτάμενος (πρβλ. πέτομαι): - ἀφίσταμαι καὶ ἐξαφανίζομαι, ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, ᾤχετ’ ἀποπτάμενος Ἰλ. Β. 71· ψυχὴ δ’ ἠΰτ’ ὄνειρος, ἀποπταμένη παπότηται Ὀδ. Λ. 222· ἀπέπτετο Ἀριστοφ. Ὄρν. 90· ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου αὐτόθι 1369. 261. 22. 2) ἀφίπταμαι καὶ φεύγω, «ὅταν δὲ γνῷ (ὁ πέρδιξ) ὅτι θηρεύεται, προελθὼν τῆς νεοττιᾶς κυλινδεῖται παρὰ τὰ σκέλη τοῦ θηρεύοντος ἐλπίδα ἐμποιῶν τοῦ συλληφθήσεσθαι, ἐξαπατᾷ τε ἕως ἂν ἀποπτῶσιν οἱ νεοττοὶ» Ἀριστ. Ἀποσπ. 270.

English (Autenrieth)

only aor. part. ἀποπτάμενος, -ένη: fly away, Il. 2.71, Od. 11.222.

Greek Monolingual

ἀποπέτομαι (Α)
1. πετώ επάνω, πετώ μακριά
2. πετώ κι εξαφανίζομαι.

Greek Monotonic

ἀποπέτομαι: μέλ. -πετήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, μτχ. -πτάμενος· (πρβλ. πέτομαιπετώ μακριά, σηκώνομαι ψηλά και εξαφανίζομαι, σηκώνω τα φτερά μου και πετώ μακριά, λέγεται κυρίως για τα όνειρα, σε Όμηρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

[cf. πέτομαι
to fly off or away, Hom., Ar.