ῥιψοκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ripsokindynos
|Transliteration C=ripsokindynos
|Beta Code=r(iyoki/ndunos
|Beta Code=r(iyoki/ndunos
|Definition=ον, [[fool-hardy]], [[reckless]], ἔργον <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.3.9</span>; ναυτιλία <span class="bibl">Alciphr.1.3</span>; of persons, <span class="bibl">Id.3.52</span>, <span class="bibl">Poll.1.179</span>; <b class="b3">τὸ ῥ</b>. <span class="bibl">Ph.1.326</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.84</span>. Adv. <b class="b3">-νως</b> ib.<span class="bibl">1.103</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2131.16</span> (iii A.D., <b class="b3">ῥειψ-</b>).
|Definition=ῥιψοκίνδυνον, [[fool-hardy]], [[reckless]], ἔργον [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.3.9; [[ναυτιλία]] Alciphr.1.3; of persons, Id.3.52, Poll.1.179; [[τὸ ῥιψοκίνδυνον]] = [[thoughtless daring]], [[recklessness]], [[foolhardiness]] Ph.1.326, App.''BC''5.84. Adv. [[ῥιψοκινδύνως]] = [[foolhardily]], [[fool-hardily]], [[recklessly]], [[running needless risks]], [[riskily]], [[taking risks]], [[courageously]], [[without fear]], [[fearlessly]], [[with fearlessness]] ib.1.103, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2131.16 (iii A.D., <b class="b3">ῥειψ-</b>).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se jette au milieu du danger, aventureux, téméraire.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]], [[κίνδυνος]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui se jette au milieu du danger]], [[aventureux]], [[téméraire]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]], [[κίνδυνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' [[отчаянно смелый]] ([[ἔργον]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιψοκίνδυνος]] -ον ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, [[παράτολμος]] (α. «[[ῥιψοκίνδυνος]]<br />[[παράβολος]], [[τολμηρός]], [[ἐπικίνδυνος]]», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει [[περιφρόνηση]] του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]]» β. «[[ῥιψοκίνδυνος]] [[ναυτιλία]]», Αλκίφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριψοκίνδυνο</i> και <i>τὸ ριψοκίνδυνον</i><br />η [[περιφρόνηση]] του κινδύνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ριψοκίνδυνα</i> / <i>ῥιψοκινδύνως</i>, ΝΜΑ<br />με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βιαστικά, απρόσεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-[[κίνδυνος]], <i>φιλο</i>-[[κίνδυνος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιψοκίνδυνος]] -ον ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, [[παράτολμος]] (α. «[[ῥιψοκίνδυνος]]<br />[[παράβολος]], [[τολμηρός]], [[ἐπικίνδυνος]]», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει [[περιφρόνηση]] του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]]» β. «[[ῥιψοκίνδυνος]] [[ναυτιλία]]», Αλκίφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριψοκίνδυνο</i> και <i>τὸ ριψοκίνδυνον</i><br />η [[περιφρόνηση]] του κινδύνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ριψοκίνδυνα</i> / <i>ῥιψοκινδύνως</i>, ΝΜΑ<br />με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βιαστικά, απρόσεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλοκίνδυνος]], [[φιλοκίνδυνος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, [[απερίσκεπτος]], παρακινδυνευμένος, [[παράτολμος]], [[αλόγιστος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, [[απερίσκεπτος]], παρακινδυνευμένος, [[παράτολμος]], [[αλόγιστος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' [[отчаянно смелый]] ([[ἔργον]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥιψο-κίνδῡνος, ον,<br />[[running]] [[needless]] risks, [[fool]]-[[hardy]], [[reckless]], Xen.
|mdlsjtxt=ῥιψο-κίνδῡνος, ον,<br />[[running]] [[needless]] risks, [[fool]]-[[hardy]], [[reckless]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 09:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιψοκίνδῡνος Medium diacritics: ῥιψοκίνδυνος Low diacritics: ριψοκίνδυνος Capitals: ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: rhipsokíndynos Transliteration B: rhipsokindynos Transliteration C: ripsokindynos Beta Code: r(iyoki/ndunos

English (LSJ)

ῥιψοκίνδυνον, fool-hardy, reckless, ἔργον X.Mem.1.3.9; ναυτιλία Alciphr.1.3; of persons, Id.3.52, Poll.1.179; τὸ ῥιψοκίνδυνον = thoughtless daring, recklessness, foolhardiness Ph.1.326, App.BC5.84. Adv. ῥιψοκινδύνως = foolhardily, fool-hardily, recklessly, running needless risks, riskily, taking risks, courageously, without fear, fearlessly, with fearlessness ib.1.103, POxy.2131.16 (iii A.D., ῥειψ-).

German (Pape)

[Seite 846] sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se jette au milieu du danger, aventureux, téméraire.
Étymologie: ῥίπτω, κίνδυνος.

Russian (Dvoretsky)

ῥιψοκίνδῡνος: отчаянно смелый (ἔργον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥιψοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἄνευ ἀνάγκης διακινδυνῶν, παράτολμος, ἀπερίσκεπτος, ἐπικίνδυνος, ἔργον Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· ναυτιλία Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν ῥιψοκίνδυνος ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, Πολυδ. Α΄, 179· τὸ ῥ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 84· - πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 103. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥιψοκίνδυνος· παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος».

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥιψοκίνδυνος -ον ΝΜΑ
1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος
παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ.
β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.)
2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει περιφρόνηση του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη ενέργεια» β. «ῥιψοκίνδυνος ναυτιλία», Αλκίφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ριψοκίνδυνο και τὸ ριψοκίνδυνον
η περιφρόνηση του κινδύνου.
επίρρ...
ριψοκίνδυνα / ῥιψοκινδύνως, ΝΜΑ
με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα
μσν.-αρχ.
βιαστικά, απρόσεκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (με θεματικό φωνήεν -ο-) < ῥίπτω + κίνδυνος (πρβλ. μεγαλοκίνδυνος, φιλοκίνδυνος)].

Greek Monotonic

ῥιψοκίνδῡνος: -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, απερίσκεπτος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος, αλόγιστος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ῥιψο-κίνδῡνος, ον,
running needless risks, fool-hardy, reckless, Xen.