σιτηρός: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitiros | |Transliteration C=sitiros | ||
|Beta Code=sithro/s | |Beta Code=sithro/s | ||
|Definition=ά, όν, < | |Definition=ά, όν,<br><span class="bld">A</span> [[of corn]], <b class="b3">τὰ σ. γεύματα</b> food [[made from corn]], Hp. ''Acut.''10; <b class="b3">σ. μέτρα</b> [[corn]] measures, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1135a2; <b class="b3">μέδιμνος σ.</b> ''IG''22.1013.27; [[σιτηρά]], ἡ, [[tax on corn]], ib.1707.6, ''BGU''1742.16, 1743.13 (i B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[fit for food]], [[eatable]], Xenocr. ap. Orib.2.58.47.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">καρπὸς ὁ σ.</b> [[cereals]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vent.''13; so <b class="b3">τὰ σ.</b>, = <b class="b3">τὰ σιτώδη</b>, opp. [[ζῷα]], [[λάχανα]], Id.''HP''1.10.7, 8.2.3, Dsc.3 ''Prooemia'' | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />de blé, qui concerne le blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]]. | |btext=ά, όν :<br />[[de blé]], [[qui concerne le blé]].<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σιτηρός -ά -όν [σῖτος] van graan, koren-:. μέτρα σιτηρά korenmaten Aristot. EN 1135a2. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -ό / [[σιτηρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[σιτηρά]]<br />τα καλλιεργούμενα είδη [[φυτών]], που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]], όπως [[είναι]] το [[σιτάρι]], η [[σίκαλη]], το [[κριθάρι]], το [[ρύζι]], ο [[αραβόσιτος]] κ.ά., [[καθώς]] και οι εδώδιμοι αμυλούχοι καρποί τών [[φυτών]] αυτών, αλλ. [[δημητριακά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σιτάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παρασκευασμένος από [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[εδώδιμος]], [[φαγώσιμος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[σιτηρά]]<br />ο [[δασμός]] του σιταριού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καρπὸς]] ὁ [[σιτηρός]]» — τα [[σιτηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> ( | |mltxt=-ά, -ό / [[σιτηρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[σιτηρά]]<br />τα καλλιεργούμενα είδη [[φυτών]], που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]], όπως [[είναι]] το [[σιτάρι]], η [[σίκαλη]], το [[κριθάρι]], το [[ρύζι]], ο [[αραβόσιτος]] κ.ά., [[καθώς]] και οι εδώδιμοι αμυλούχοι καρποί τών [[φυτών]] αυτών, αλλ. [[δημητριακά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σιτάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παρασκευασμένος από [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[εδώδιμος]], [[φαγώσιμος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[σιτηρά]]<br />ο [[δασμός]] του σιταριού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καρπὸς]] ὁ [[σιτηρός]]» — τα [[σιτηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[μοχθηρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 07:32, 2 November 2024
English (LSJ)
ά, όν,
A of corn, τὰ σ. γεύματα food made from corn, Hp. Acut.10; σ. μέτρα corn measures, Arist.EN1135a2; μέδιμνος σ. IG22.1013.27; σιτηρά, ἡ, tax on corn, ib.1707.6, BGU1742.16, 1743.13 (i B.C.).
II fit for food, eatable, Xenocr. ap. Orib.2.58.47.
III καρπὸς ὁ σ. cereals, Thphr. Vent.13; so τὰ σ., = τὰ σιτώδη, opp. ζῷα, λάχανα, Id.HP1.10.7, 8.2.3, Dsc.3 Prooemia
German (Pape)
[Seite 885] 1) zum Getreide gehörig; μέτρα, Getreidemaaße, Arist. Eth. 5, 7; μέδιμνος, Inscr. 123; ἀγγεῖα, Getreidegefäße, Sp. – 2) zur Beköstigung, zum Proviant gehörig, eßbar, Sp. – 3) τὰ σιτηρά, die Getreidearten, die zum Getreide gerechneten Feldfrüchte, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
de blé, qui concerne le blé.
Étymologie: σῖτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτηρός -ά -όν [σῖτος] van graan, koren-:. μέτρα σιτηρά korenmaten Aristot. EN 1135a2.
Russian (Dvoretsky)
σῑτηρός: хлебный, предназначенный для хлеба в зерне (μέτρα Arst.).
Greek Monolingual
-ά, -ό / σιτηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά
τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο αραβόσιτος κ.ά., καθώς και οι εδώδιμοι αμυλούχοι καρποί τών φυτών αυτών, αλλ. δημητριακά
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιτάρι
αρχ.
1. παρασκευασμένος από σιτάρι
2. εδώδιμος, φαγώσιμος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σιτηρά
ο δασμός του σιταριού
4. φρ. «καρπὸς ὁ σιτηρός» — τα σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθηρός)].
Greek Monotonic
σῑτηρός: -ά, -όν, αυτός που παρασκευάζεται από σιτηρά, δημητριακός, μέτρασιτηρά, μέτρα (σταθμά) για το ζύγισμα των σιτηρών, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηρός: -ά, -όν, (σῖτος) ὁ ἐκ σίτου, τὰ σ. γεύματα, τροφὴ παρασκευαζομένη ἐκ σίτου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· - μέτρα σ., μέτρα διὰ τὸν σῖτον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 5· μέδιμνος σ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 27. ΙΙ. ὁ πρὸς τροφὴν κατάλληλος, ἐδώδιμος, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 41. ΙΙΙ. καρπὸς ὁ σ., σῖτος ἢ σιτηρὰ παντὸς εἴδους, γεννήματα, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· οὕτω, τὰ σιτηρὰ = τὰ σιτώδη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῷα, λάχανα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 7, Διοσκ. 3 ἐν προοιμ.