κατεπᾴδω: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katepado | |Transliteration C=katepado | ||
|Beta Code=katepa/|dw | |Beta Code=katepa/|dw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[subdue by song]] or [[enchantment]], τινα [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 483e, ''Men.''80a, Plu.''Dio''14, Lib.''Or.''64.91; τὰς τῶν νέων ψυχάς Max.Tyr.23.3; [[overcome by a spell]], Phld.''Lib.''p.290.; [[soothe]], τινος Ach.Tat.7.10.<br><span class="bld">2</span> [[sing by way of enchantment]], Id.2.7.<br><span class="bld">II</span> to [[be always repeating]], Ph.2.304, Anon. ap. Suid., Hld.7.10, Ach.Tat.2.19. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I.</b> chanter aux oreilles de, gén. ; <i>abs.</i> assourdir;<br /><b>II.</b> prononcer des paroles magiques sur <i>ou</i> contre :<br /><b>1</b> ensorceler par des chants <i>ou</i> des charmes magiques;<br /><b>2</b> prononcer pour un sortilège.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπᾴδω]]. | |btext=<b>I.</b> chanter aux oreilles de, gén. ; <i>abs.</i> assourdir;<br /><b>II.</b> [[prononcer des paroles magiques sur]] <i>ou</i> contre :<br /><b>1</b> [[ensorceler par des chants]] <i>ou</i> des charmes magiques;<br /><b>2</b> [[prononcer pour un sortilège]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπᾴδω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατεπᾴδω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κατεπᾴδω:'''<br /><b class="num">1</b> [[зачаровывать]] (заклинаниями), околдовывать (τινά Plat.; τινὰ τῷ Πλάτωνος λόγῳ Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[усмирять]], [[приручать]] (λέοντας Plat.; θηρία Diod.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
A subdue by song or enchantment, τινα Pl.Grg. 483e, Men.80a, Plu.Dio14, Lib.Or.64.91; τὰς τῶν νέων ψυχάς Max.Tyr.23.3; overcome by a spell, Phld.Lib.p.290.; soothe, τινος Ach.Tat.7.10.
2 sing by way of enchantment, Id.2.7.
II to be always repeating, Ph.2.304, Anon. ap. Suid., Hld.7.10, Ach.Tat.2.19.
German (Pape)
[Seite 1395] (s. ᾄδω), Einem vorsingen, bes. durch Gesang überwältigen, bezaubern; γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις Plat. Men. 80 a; κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Gorg. 483 e; π νευμάτων πονηρῶν D. Sic. 5, 31; beschwichtigen, Hel. 9, 2. – Auch τινός, Einem beständig Etwas vorsagen, Suid.; absolut, Hel. 7, 10.
French (Bailly abrégé)
I. chanter aux oreilles de, gén. ; abs. assourdir;
II. prononcer des paroles magiques sur ou contre :
1 ensorceler par des chants ou des charmes magiques;
2 prononcer pour un sortilège.
Étymologie: κατά, ἐπᾴδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-επᾴδω (met gezang) betoveren.
Russian (Dvoretsky)
κατεπᾴδω:
1 зачаровывать (заклинаниями), околдовывать (τινά Plat.; τινὰ τῷ Πλάτωνος λόγῳ Plut.);
2 усмирять, приручать (λέοντας Plat.; θηρία Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
κατεπᾴδω: ὑποτάσσω τινὰ δι’ ᾠδῆς ἢ μαγείας, νέους λαμβάνοντες ὥσπερ λέοντας καὶ κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Πλάτ. Γοργ. 483Ε· γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Α, κτλ.· πονηρῶν πνευμάτων κατεπᾴδοντα Γρηγ. Ναζ. σ. 231· κατέπᾳδε σεαυτοῦ καὶ ῥᾴων ἔσει Α. 889· ᾄδω ὅπως θέλξω, ἢ μαγεύσω, ἢ καταπραΰνω, Ἀχιλλ. Τάτ. 2.7, Εὐμάθ. σ. 205· σοὶ μὲν ὑμέναιον βασιλικῶς κατεπᾴσονται, καὶ τὸ παθ., ῥῆμα κατεπᾳδόμενον τῇ καρδίᾳ Βασίλ. σ. 249. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. decantare, ἀείποτε ἐπαναλαμβάνω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· κατεπᾴδουσα, πρὸς αὐτὸν αἱμύλως διομιλοῦσα, Ἡλιόδ. 7. 10· ὁ Πολυδ. ἔχει συνώνυμ. «κατεπᾴδειν· κατακηλεῖν, καταθέλγειν» Δ΄, 49.
Greek Monolingual
κατεπᾴδω (Α)
υποτάσσω, καταβάλλω κάποιον με ωδή ή με μαγεία («νέους λαμβάνοντες, ὥσπερ λέοντας, κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μιλώ σε κάποιον με λόγια γλυκά, καταπραϋντικά, κολακευτικά
2. τραγουδώ για να γοητεύσω, για να μαγέψω κάποιον
3. επαναλαμβάνω διαρκώς, λέω συχνά («ταῦτα καὶ ὅμοια ἕτερα κατεπῇδε», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-άδω «τραγουδώ μαγικές ωδές»].
Greek Monotonic
κατεπᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι, υποτάσσω με μαγεία, τινά, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -ᾴσομαι
to subdue by charms, τινά Plat.