λεπτουργής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leptourgis
|Transliteration C=leptourgis
|Beta Code=leptourgh/s
|Beta Code=leptourgh/s
|Definition=ές, [[finely worked]], ἔσθος <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>31.14</span>: [[cut up small]], ῥίζαι Nic.<span class="title">Fr.</span>70.10.
|Definition=λεπτουργές, [[finely worked]], ἔσθος ''h.Hom.''31.14: [[cut up small]], ῥίζαι Nic.''Fr.''70.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />finement travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἔργον]].
|btext=ής, ές :<br />[[finement travaillé]].<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτουργής Medium diacritics: λεπτουργής Low diacritics: λεπτουργής Capitals: ΛΕΠΤΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: leptourgḗs Transliteration B: leptourgēs Transliteration C: leptourgis Beta Code: leptourgh/s

English (LSJ)

λεπτουργές, finely worked, ἔσθος h.Hom.31.14: cut up small, ῥίζαι Nic.Fr.70.10.

German (Pape)

[Seite 31] ές, fein gearbeitet; ἔσθος, H. h. 31, 14; ῥίζαι, klein geschnitten, Nic. bei Ath. IV, 133 d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
finement travaillé.
Étymologie: λεπτός, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

λεπτουργής: тонко сработанный, изящный (ἔσθος HH).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτουργής: -ές, λεπτῶς εἰργασμένος, ἔσθος Ὁμηρ. Ὕμ. 31. 14· ― λεπτός, ἀδύνατος, ῥίζαι Νικ. Ἀποσπ. 3. 9.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπτουργής, -ές)
επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.)
αρχ.
λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -(F)εργής (< Fέργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].

Greek Monotonic

λεπτουργής: -ές (ἔργω), πολύ λεπτά δουλεμένος, ψιλοδουλεμένος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

λεπτ-ουργής, ές [*ἔργω
finely worked, Hhymn.