τοκετός: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=toketos
|Transliteration C=toketos
|Beta Code=toketo/s
|Beta Code=toketo/s
|Definition=ὁ, = [[τόκος]], [[childbirth]], [[delivery]], Hp.Aër.4, etc.; including pregnancy, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>748b22</span>; μαστοὺς ἐν τ. ἐπαιρομένους Dsc.4.68: pl., <b class="b3">πεπειραμέναι τῶν τ</b>. <span class="bibl">Sor.1.70a</span>, cf. <span class="bibl">2.31</span>; τοκετῶν βάσανος <span class="title">AP</span>9.311 (Phil.).
|Definition=ὁ, = [[τόκος]], [[childbirth]], [[delivery]], Hp.Aër.4, etc.; including pregnancy, Arist.''GA''748b22; μαστοὺς ἐν τ. ἐπαιρομένους Dsc.4.68: pl., <b class="b3">πεπειραμέναι τῶν τ.</b> Sor.1.70a, cf. 2.31; τοκετῶν βάσανος ''AP''9.311 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> enfantement;<br /><b>2</b> enfant, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[τόκος]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[enfantement]];<br /><b>2</b> [[enfant]], [[rejeton]].<br />'''Étymologie:''' [[τόκος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γέννηση]], [[γέννα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ιατρ.-φυσιολ.) το [[σύνολο]] τών μηχανικών και λειτουργικών φαινομένων που έχουν ως [[αποτέλεσμα]] την [[έξοδο]] του παιδιού και τών εξαρτημάτων του από τις γεννητικές [[οδούς]] της μητέρας [[μετά]] τον 6ο [[μήνα]] της εγκυμοσύνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προκλητός [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που προκαλείται τεχνητά [[πριν]] από την αυτόματη [[έναρξη]] τών ωδινών, με συντηρητικά [[μέσα]], [[συνήθως]] με [[χορήγηση]] ορμονών, ή εγχειρητικώς, με [[μηχανική]] [[διαστολή]] του τραχήλου ή [[ρήξη]] του θυλακίου<br />β) «[[πρόωρος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόωρος]]<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρώιμος]]<br />δ) «[[φυσικός]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> σχετικά [[ανώδυνος]] [[τοκετός]] ως [[αποτέλεσμα]] προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. διαφώτισης της εγκύου για τις εξεργασίες του τοκετού, γυμναστικής, ασκήσεων χαλάρωσης, διδασκαλίας αναπνευστικής τεχνικής κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-[[ετός]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γέννηση]], [[γέννα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ιατρ.-φυσιολ.) το [[σύνολο]] τών μηχανικών και λειτουργικών φαινομένων που έχουν ως [[αποτέλεσμα]] την [[έξοδο]] του παιδιού και τών εξαρτημάτων του από τις γεννητικές [[οδούς]] της μητέρας [[μετά]] τον 6ο [[μήνα]] της εγκυμοσύνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προκλητός [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που προκαλείται τεχνητά [[πριν]] από την αυτόματη [[έναρξη]] τών ωδινών, με συντηρητικά [[μέσα]], [[συνήθως]] με [[χορήγηση]] ορμονών, ή εγχειρητικώς, με [[μηχανική]] [[διαστολή]] του τραχήλου ή [[ρήξη]] του θυλακίου<br />β) «[[πρόωρος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόωρος]]<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρώιμος]]<br />δ) «[[φυσικός]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> σχετικά [[ανώδυνος]] [[τοκετός]] ως [[αποτέλεσμα]] προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. διαφώτισης της εγκύου για τις εξεργασίες του τοκετού, γυμναστικής, ασκήσεων χαλάρωσης, διδασκαλίας αναπνευστικής τεχνικής κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] ([[πρβλ]]. [[παγετός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τοκετός]], οῦ, ὁ, = τοκός]<br />[[birth]], [[delivery]], Anth.
|mdlsjtxt=[[τοκετός]], οῦ, ὁ, = τοκός]<br />[[birth]], [[delivery]], Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γέννα]]). Ἀπό τό [[τίκτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκετός Medium diacritics: τοκετός Low diacritics: τοκετός Capitals: ΤΟΚΕΤΟΣ
Transliteration A: toketós Transliteration B: toketos Transliteration C: toketos Beta Code: toketo/s

English (LSJ)

ὁ, = τόκος, childbirth, delivery, Hp.Aër.4, etc.; including pregnancy, Arist.GA748b22; μαστοὺς ἐν τ. ἐπαιρομένους Dsc.4.68: pl., πεπειραμέναι τῶν τ. Sor.1.70a, cf. 2.31; τοκετῶν βάσανος AP9.311 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1125] ὁ, = τόκος, 1) Geburt, Niederkunft; Arist. gen. an. 2, 8; Leon. Tar. 71 (VII, 163). – 2) das Geborene, Agath. prooem. Anth. (IV, 3, 64).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 enfantement;
2 enfant, rejeton.
Étymologie: τόκος.

Russian (Dvoretsky)

τοκετός: ὁ тж. pl. роды Arst.: ἡ τοκετῶν βάσανος Anth. родовые муки.

Greek (Liddell-Scott)

τοκετός: -οῦ, ὁ, γέννα, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 282, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 8, 21, κπλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., τοκετῶν βάσανος Ἀνθ. Π. 9. 311. ΙΙ. τὸ γεννώμενον, γιγαντείου τοκετοῖο Ἀγαθίου Σχολαστικοῦ Προοίμ. ἐν Ἀνθ. Παλ. 4. 3, 64. 2) μεταφορ., κέρδος, ὠφέλεια, Ἰγνάτ. πρὸς Ρωμ. 5.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γέννηση, γέννα
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φυσιολ.) το σύνολο τών μηχανικών και λειτουργικών φαινομένων που έχουν ως αποτέλεσμα την έξοδο του παιδιού και τών εξαρτημάτων του από τις γεννητικές οδούς της μητέρας μετά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης
2. φρ. α) «προκλητός τοκετός»
ιατρ. τοκετός που προκαλείται τεχνητά πριν από την αυτόματη έναρξη τών ωδινών, με συντηρητικά μέσα, συνήθως με χορήγηση ορμονών, ή εγχειρητικώς, με μηχανική διαστολή του τραχήλου ή ρήξη του θυλακίου
β) «πρόωρος τοκετός»
ιατρ. βλ. πρόωρος
γ) «πρώιμος τοκετός»
ιατρ. βλ. πρώιμος
δ) «φυσικός τοκετός»
ιατρ. σχετικά ανώδυνος τοκετός ως αποτέλεσμα προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. διαφώτισης της εγκύου για τις εξεργασίες του τοκετού, γυμναστικής, ασκήσεων χαλάρωσης, διδασκαλίας αναπνευστικής τεχνικής κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + επίθημα -ετός (πρβλ. παγετός)].

Greek Monotonic

τοκετός: -οῦ, ὁ, = τόκος, γέννα, σε Ανθ.

Middle Liddell

τοκετός, οῦ, ὁ, = τοκός]
birth, delivery, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=γέννα). Ἀπό τό τίκτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.