ἀναπυνθάνομαι: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapynthanomai | |Transliteration C=anapynthanomai | ||
|Beta Code=a)napunqa/nomai | |Beta Code=a)napunqa/nomai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[inquire closely into]], τὰς πάτρας αὐτῶν ἀνεπύθετο [[Herodotus|Hdt.]]6.128; ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα Id.8.90; ἀναπυθώμεθα τούσδε τίνες ποτὲ καὶ πόθεν ἔμολον [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''403.<br><span class="bld">2</span> abs., <b class="b3">ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω</b> discover [[by inquiry]], [[Herodotus|Hdt.]]5.57; also, [[learn by inquiry]], ἀ. ταῦτα πραττόμενα X.''An.''5.7.1 codd.; ἀ. περί τινος Pl.''Hp.Mi.''363b; <b class="b3">ἀ. τί τινος</b> [[ask of]] a person, Ar.''Pax'' 693. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναπυνθάνομαι:''' μέλ. -[[πεύσομαι]], αόρ. | |lsmtext='''ἀναπυνθάνομαι:''' μέλ. -[[πεύσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επῠθόμην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εξετάζω]] επιμελώς, [[ανακρίνω]], [[διερευνώ]], σε Ηρόδ.· <i>τὸν ποιήσαντα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μαθαίνω]] [[κατόπιν]] έρευνας, στον ίδ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> to [[inquire]] [[closely]] [[into]], [[ascertain]], Hdt.; τὸν ποιήσαντα Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[learn]] by [[inquiry]], Hdt., Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 3 March 2024
English (LSJ)
A inquire closely into, τὰς πάτρας αὐτῶν ἀνεπύθετο Hdt.6.128; ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα Id.8.90; ἀναπυθώμεθα τούσδε τίνες ποτὲ καὶ πόθεν ἔμολον Ar.Av.403.
2 abs., ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω discover by inquiry, Hdt.5.57; also, learn by inquiry, ἀ. ταῦτα πραττόμενα X.An.5.7.1 codd.; ἀ. περί τινος Pl.Hp.Mi.363b; ἀ. τί τινος ask of a person, Ar.Pax 693.
German (Pape)
[Seite 204] (s. πυνθάνομαι), ausforschen, erkunden, Her. 5, 57; τινός, aus Jemandem herausfragen, Ar. Pax 676; ταῦτα πραττόμενα, daß etwas betrieben wird, erfahren, Xen. An. 5, 7, 1; παρά τινός τι, Ath. I, 2 b.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναπεύσομαι, ao.2 ἀνεπυθόμην;
s'informer de : τὸν ποιήσαντα HDT s'informer de celui qui a fait.
Étymologie: ἀνά, πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπυνθάνομαι: (fut. ἀναπεύσομαι, aor. 2 ἀνεπυθόμην) расспрашивать, разузнавать (τι Her., Xen. и περί τινος Plat.): ἀναπυθέσθαι τί τινος Arph. разузнать что-л. у кого-л.; ἀ. τινα Her. расспрашивать о ком-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπυνθάνομαι: μέλλ. -πεύσομαι Δημ.: ἐξετάζω ἐπιμελῶς, ἀνερευνῶ, τὰς πάτρας τε αὐτῶν ἀνεπύθετο Ἡρόδ. 6. 128· ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα ὁ αὐτ. 8. 90· ἀναπυθώμεθα τούςδε, τίνες ποτέ, καὶ πόθεν ἔμολον Ἀριστοφ. Ὄρν. 403. 2) ἀνερωτῶ, ἀνερευνῶ, ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω Ἡρόδ. 5. 57· πληροφοροῦμαι, μανθάνω, ταῦτα οὖν οἱ στρατιῶται ἀνεπύθοντο Ξεν. Ἀν. 5. 7, 1· ἀν περί τινος Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 363Β· ἀν. τί τινος, ἐρωτῶ τινα, μανθάνω παρ’ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 693.
Greek Monolingual
ἀναπυνθάνομαι (Α)
1. εξετάζω με επιμέλεια, ερευνώ, ρωτώ
2. πληροφορούμαι, μαθαίνω ρωτώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + πυνθάνομαι «πληροφορούμαι».
ΠΑΡ. ανάπευσις, ανάπυστος].
Greek Monotonic
ἀναπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αόρ. βʹ -επῠθόμην·
1. εξετάζω επιμελώς, ανακρίνω, διερευνώ, σε Ηρόδ.· τὸν ποιήσαντα, στον ίδ.
2. μαθαίνω κατόπιν έρευνας, στον ίδ., Ξεν.
Middle Liddell
1. to inquire closely into, ascertain, Hdt.; τὸν ποιήσαντα Hdt.
2. to learn by inquiry, Hdt., Xen.