ἀπόκομμα: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apokomma | |Transliteration C=apokomma | ||
|Beta Code=a)po/komma | |Beta Code=a)po/komma | ||
|Definition=ατος, τό, [[splinter]], [[chip]], <b class="b3">πέτρας ἀπόκομμ' ἀτεράμνου</b> (of a man) | |Definition=-ατος, τό, [[splinter]], [[chip]], <b class="b3">πέτρας ἀπόκομμ' ἀτεράμνου</b> (of a man) Theoc.10.7; ἀ. τῶν τοῦ χαλκοῦ πετάλων ''PHolm.''1.40; ἀ. ἀραχνιου [[shred]], Luc.''VH''1.18; [[block]] of wood, of an idol, Aq.''Ez.''20.7; of stone, πώρων ἀ. ''IG''11.158A32 (Delos, iii B. C., pl.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, fragment.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκόπτω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[rognure]], [[fragment]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκόπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀποκόπτω]]<br />a [[splinter]], [[chip]], [[shred]], Theocr., Luc. | |mdlsjtxt=[[ἀποκόπτω]]<br />a [[splinter]], [[chip]], [[shred]], Theocr., Luc. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[κομμάτι]]). Ἀπό τό [[ἀποκόπτω]] (ἀποκοπμα → μμα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κόπτω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, splinter, chip, πέτρας ἀπόκομμ' ἀτεράμνου (of a man) Theoc.10.7; ἀ. τῶν τοῦ χαλκοῦ πετάλων PHolm.1.40; ἀ. ἀραχνιου shred, Luc.VH1.18; block of wood, of an idol, Aq.Ez.20.7; of stone, πώρων ἀ. IG11.158A32 (Delos, iii B. C., pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 fragmento, esquirla πέτρας ἀπόκομμ' ἀτεράμνω Theoc.10.7, πώρων IG 11(2).158A.31 (Delos III a.C.), τῶν τοῦ χαλκοῦ πετάλων PHolm.6
•en plu. astillas tal vez dicho por los ídolos de madera egipcios, Aq.Ez.20.7.
2 tira, hebra δεθέντες ἀραχνίου ἀποκόμματι atados con un hilo de araña Luc.VH 1.18.
German (Pape)
[Seite 308] τό, das Abgeschlagene, Bruchstück, ἀραχνίου Luc. V. H. 1, 18; πέτρας Theocr. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rognure, fragment.
Étymologie: ἀποκόπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκομμα: ατος τό обломок, кусок Theocr., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκομμα: -ατος, τό, τεμάχιον ἀποκοπέν, πέτρας ἀπόκομμ’ ἀτεράμνω (ἐπὶ ἀνδρός) Θεόκρ. 10. 7· τὼ χεῖρε ὀπίσω δεθέντες ἀραχνίου ἀποκόμματι «μὲ ἕνα κομμάτι ῥαχνιὰ» Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 18.
Greek Monolingual
το (AM ἀπόκομμα) αποκόπτω
αυτό που έχει αποκοπεί από κάπου, τεμάχιο, κομμάτι
νεοελλ.
1. τμήμα, κομμάτι που έχει αφαιρεθεί με σχίσιμο ή ψαλίδισμα από κάπου
2. το υπόλοιπο εισιτηρίου που επιστρέφεται στον κάτοχο μετά από τον έλεγχο
3. ο απογαλακτισμός
4. η εποχή του απογαλακτισμού των αρνιών και των κατσικιών
5. απόκρημνη περιοχή βουνού.
Greek Monotonic
ἀπόκομμα: -ατος, τό (ἀποκόπτω), τεμάχιο που έχει αποκοπεί, κομμάτι, τμήμα, σε Θεόκρ., Λουκ.
Middle Liddell
ἀποκόπτω
a splinter, chip, shred, Theocr., Luc.
Mantoulidis Etymological
(=κομμάτι). Ἀπό τό ἀποκόπτω (ἀποκοπμα → μμα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κόπτω.