παρακάλυμμα: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> couverture, voile, tapisserie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' παρακαλύπτομαι.
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[couverture]], [[voile]], [[tapisserie]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' παρακαλύπτομαι.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρακάλυμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[покрывало]], [[покров]], [[занавес]] (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[прикрытие]], [[предлог]] (παρακαλύμματί τινος [[χρῆσθαι]] Plut.).
|elrutext='''παρακάλυμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[покрывало]], [[покров]], [[занавес]] (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[прикрытие]], [[предлог]] (παρακαλύμματί τινος [[χρῆσθαι]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 20:14, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακᾰ́λυμμα Medium diacritics: παρακάλυμμα Low diacritics: παρακάλυμμα Capitals: ΠΑΡΑΚΑΛΥΜΜΑ
Transliteration A: parakálymma Transliteration B: parakalymma Transliteration C: parakalymma Beta Code: paraka/lumma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό,
A anything hung up beside or hung up before so as to cover a thing, covering, curtain, Plu.Alex.51, etc.
2 metaph., veil, cloak, τῶν κακῶν Antiph.167; ἀφεγγὲς λήθης παρακάλυμμα = obscure veil of oblivion LXX Wi.17.3; γήρᾳ π. τοῦ χρόνου ποιούμενος J.AJ16.8.1; παρακάλυμμα τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Plu.2.654d; excuse, pretext, τῇ λύρᾳ π. χρώμενος Id.Per.4; ἐχρήσατο τῆς ἀπορίας παρακαλύμματι Id.2.27e, cf. Ph.2.186.

German (Pape)

[Seite 481] τό, alles daneben, dabei oder daran Aufgehängte, Decke, Vorhang, Plut. Alex. 51 u. öfter; übertr., Vorwand, Beschönigung, τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος, Pericl. 4, vgl. Mar. 29 Ages. 37; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 couverture, voile, tapisserie;
2 fig. prétexte.
Étymologie: παρακαλύπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακάλυμμα -ατος, τό [παρακαλύπτω] gordijn; overdr. dekmantel, voorwendsel:. τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος zijn lier als voorwendsel gebruikend Plut. Per. 4.3.

Russian (Dvoretsky)

παρακάλυμμα: ατος τό
1 покрывало, покров, занавес (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);
2 перен. прикрытие, предлог (παρακαλύμματί τινος χρῆσθαι Plut.).

Greek Monolingual

τὸ, Α παρακαλύπτω
1. καθετί που αναρτάται μπροστά ή δίπλα σε κάτι για να το καλύπτει, παραπέτασμα
2. μτφ. α) οτιδήποτε έχει τη δύναμη να καλύπτει μια κατάσταση, συν. άσχημη («πλοῦτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν», Αντιφάν.)
β) πρόφαση, πρόσχημα («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παρακάλυμμα: -ατος, τό, οτιδήποτε κρεμασμένο δίπλα ή μπροστά, παραπέτασμα, κουρτίνα, σε Πλούτ.· μεταφ., πρόφαση, τινος, για ένα πράγμα, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακάλυμμα: τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος ὥστε νὰ καλύπτῃ αὐτό, κάλυμμα, παραπέτασμα, Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., πρόφασις, τινος, διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε.

Middle Liddell

παρακάλυμμα, ατος, τό,
anything hung up beside or before, a covering, curtain, Plut.:—metaph. an excuse, τινος for a thing, Plut. [from παρακᾰλύπτω]