λυμεωνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lumewneu/omai
|Beta Code=lumewneu/omai
|Definition=[[play the destroyer]], [[act the destroyer]] ([[λυμεών]]), ''Plb.5.5.8''.
|Definition=[[play the destroyer]], [[act the destroyer]] ([[λυμεών]]), ''Plb.5.5.8''.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], = [[λυμαίνομαι]], Pol. 5.5.8.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυμεωνεύομαι]] (Α) [[λυμεών]]<br />έχω τη [[διάθεση]] να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα συνεβούλευον», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[λυμεωνεύομαι]] (Α) [[λυμεών]]<br />έχω τη [[διάθεση]] να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα συνεβούλευον», <b>Πολ.</b>).
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], = [[λυμαίνομαι]], Pol. 5.5.8.
}}
}}

Latest revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμεωνεύομαι Medium diacritics: λυμεωνεύομαι Low diacritics: λυμεωνεύομαι Capitals: ΛΥΜΕΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: lymeōneúomai Transliteration B: lymeōneuomai Transliteration C: lymeoneyomai Beta Code: lumewneu/omai

English (LSJ)

play the destroyer, act the destroyer (λυμεών), Plb.5.5.8.

German (Pape)

[ῡ], = λυμαίνομαι, Pol. 5.5.8.

Russian (Dvoretsky)

λῡμεωνεύομαι: Polyb. v.l. = λυμαίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λυμεωνεύομαι: ἀποθ., = λυμαίνομαι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8.

Greek Monolingual

λυμεωνεύομαι (Α) λυμεών
έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα συνεβούλευον», Πολ.).