ἡνιοχεία: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iniocheia
|Transliteration C=iniocheia
|Beta Code=h(nioxei/a
|Beta Code=h(nioxei/a
|Definition=([[ἡνιοχία]] [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Thg.</span>123d</span>), ἡ, [[chariot-driving]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span> 516e</span>, al.: pl., <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>795a</span>; ἡ. ἁρμάτων <span class="bibl">Hdn.1.13.8</span>: generally, [[conduct]], [[management]], τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.
|Definition=([[ἡνιοχία]] [[varia lectio|v.l.]] in Pl.''Thg.''123d), ἡ, [[chariot-driving]], Id.''Grg.'' 516e, al.: pl., Id.''Lg.''795a; ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8: generally, [[conduct]], [[management]], τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεία Medium diacritics: ἡνιοχεία Low diacritics: ηνιοχεία Capitals: ΗΝΙΟΧΕΙΑ
Transliteration A: hēniocheía Transliteration B: hēniocheia Transliteration C: iniocheia Beta Code: h(nioxei/a

English (LSJ)

(ἡνιοχία v.l. in Pl.Thg.123d), ἡ, chariot-driving, Id.Grg. 516e, al.: pl., Id.Lg.795a; ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8: generally, conduct, management, τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, die Lenkung, Plat. Gorg. 516 e u. öfter, auch im plur., Legg. VII, 795 a, u. Sp., wie Hdn. 6, 7, 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de tenir les rênes, de conduire un char ; fig. action de diriger.
Étymologie: ἡνιοχεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχεία: ἡ тж. pl.
1 искусство управления вожжами (т. е. лошадьми, колесницей) Plat.;
2 управление (τῆς μηχανῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεία: ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ ἔργον τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - καθόλου, κυβέρνησις, διοίκησις, τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F.

Greek Monolingual

η (Α ἡνιοχεία) ηνίοχος
1. το έργο του ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία
2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἡνιοχεία: ἡ (ἡνιοχέω), οδήγηση του άρματος, το έργο του ηνίοχου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἡνιοχεία, ἡ, ἡνιοχέω
chariot-driving, Plat.