μηλωτή: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miloti
|Transliteration C=miloti
|Beta Code=mhlwth/
|Beta Code=mhlwth/
|Definition=ἡ, ([[μῆλον]] A) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sheepskin]], [[any rough woolly skin]], <span class="bibl">Philem.25</span>, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>38.22</span> (ii B.C.), <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">3 Ki.</span>19.13</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>11.37</span>, <span class="title">OGI</span>629.32 (ii A.D.), <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>191.9</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>670</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (μήλη) = [[μηλωτίς]] ([[probe]]), Erot.s.v. [[κάτοπτρον]].</span>
|Definition=ἡ, ([[μῆλον]] A)<br><span class="bld">A</span> [[sheepskin]], [[any rough woolly skin]], Philem.25, ''PTeb.''38.22 (ii B.C.), [[LXX]] ''3 Ki.''19.13, ''Ep.Hebr.''11.37, ''OGI''629.32 (ii A.D.), A.D.''Synt.''191.9, Sch.Ar.''V.''670.<br><span class="bld">II</span> ([[μήλη]]) = [[μηλωτίς]] ([[probe]]), Erot.s.v. [[κάτοπτρον]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλωτή Medium diacritics: μηλωτή Low diacritics: μηλωτή Capitals: ΜΗΛΩΤΗ
Transliteration A: mēlōtḗ Transliteration B: mēlōtē Transliteration C: miloti Beta Code: mhlwth/

English (LSJ)

ἡ, (μῆλον A)
A sheepskin, any rough woolly skin, Philem.25, PTeb.38.22 (ii B.C.), LXX 3 Ki.19.13, Ep.Hebr.11.37, OGI629.32 (ii A.D.), A.D.Synt.191.9, Sch.Ar.V.670.
II (μήλη) = μηλωτίς (probe), Erot.s.v. κάτοπτρον.

German (Pape)

[Seite 173] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 ἀργέλοφοι erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch ζώνη ἐκ δέρματος, Suid.

Russian (Dvoretsky)

μηλωτή:овечья или козья шкура NT.

Greek (Liddell-Scott)

μηλωτή: ἡ, (μῆλον) δέρμα προβάτου, πᾶσα δορὰ ἀκατέργαστος καὶ μαλλοφόρος, στρῶμα μηλωτήν τ’ ἔχει Φιλήμων ἐν «Εὐρίπῳ» 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672· - ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, «τὴν μηλωτὴν ἔχουσιν οἱ πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐαγρίου. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηλωτή· διφθέρα»· - οὕτω καὶ μηλωτάριον, τό, Ἰω. Μόσχος 2856Α, κλ., ἰδὲ Δουκάγγ.

English (Strong)

from melon (a sheep); a sheep-skin: sheepskin.

English (Thayer)

μηλωτης, ἡ (from μῆλον sheep, also a goat; as καμηλωτη (`camlet') from κάμηλος (cf. Lob. Paralip., p. 332)), a sheepskin: Clement of Rome, 1 Corinthians 17,1 [ET]. For אַדֶּרֶת an outer robe, mantle, the Sept. in שֵׂעָר אַדֶּרֶת, a mantle of hair, Sept. δέρρις τριχινη). In the Byzantine writings (Apoll. Dysk. 191,9) μηλοτη denotes a monk's garment.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ μηλωτή)
δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου
νεοελλ.-μσν.
είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ. μηλόω (πρβλ. κηρωτή, πλακωτή)].
(II)
μηλωτή, ἡ (Α) μηλώ
μήλη, καθετήρας.

Chinese

原文音譯:mhlwt» 姆羅帖
詞類次數:名詞(1)
原文字根:羊皮
字義溯源:羊皮,綿羊皮;源自(μηλωτή)X*=羊)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 綿羊皮(1) 來11:37

Mantoulidis Etymological

(=δέρμα προβάτου), ἀπό τό μῆλον (=πρόβατο).

French (New Testament)

ῆς (ἡ) 1 peau de brebis
2 sonde de chirurgien
μῆλον 2]