πενθήμερος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=penthimeros
|Transliteration C=penthimeros
|Beta Code=penqh/meros
|Beta Code=penqh/meros
|Definition=ον, [[of five days]], [[ἀγών]] Sch. <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>5.13</span>; <b class="b3">κατὰ πενθήμερον</b> for alternate [[periods of five days]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span> 7.1.14</span>; [[once in every five days]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>30.4</span>; also καθ' ἑκάστην πενθήμερον <span class="title">SIG</span>364.9 (Ephesus, iii B. C.).
|Definition=πενθήμερον, [[of five days]], [[ἀγών]] Sch. Pi.''O.''5.13; <b class="b3">κατὰ πενθήμερον</b> for alternate [[periods of five days]], X.''HG'' 7.1.14; [[once in every five days]], Arist.''Ath.''30.4; also καθ' ἑκάστην πενθήμερον ''SIG''364.9 (Ephesus, iii B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πενθήμερος -ον [πέντε, ἡμέρα] [[vijfdaags]].
|elnltext=πενθήμερος -ον &#91;[[πέντε]], [[ἡμέρα]]] [[vijfdaags]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθήμερος Medium diacritics: πενθήμερος Low diacritics: πενθήμερος Capitals: ΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: penthḗmeros Transliteration B: penthēmeros Transliteration C: penthimeros Beta Code: penqh/meros

English (LSJ)

πενθήμερον, of five days, ἀγών Sch. Pi.O.5.13; κατὰ πενθήμερον for alternate periods of five days, X.HG 7.1.14; once in every five days, Arist.Ath.30.4; also καθ' ἑκάστην πενθήμερον SIG364.9 (Ephesus, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 555] fünftägig, κατὰ πενθήμερον ἑκατέρους ἡγεῖσθαι, Xen. Hell. 7, 1, 14, abwechselnd

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de cinq jours ; κατὰ πενθήμερον XÉN pendant cinq jours.
Étymologie: πέντε, ἡμέρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθήμερος -ον [πέντε, ἡμέρα] vijfdaags.

Greek Monolingual

και πενταήμερος, -η, -ο / πενθήμερος και πεμπάμερος και πεμπτάμερος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που διαρκεί πέντε ημέρες
2. φρ. «κατά πενθήμερο(ν)» — κάθε πέντε μέρες ή μια φορά κάθε πέντε μέρες
νεοελλ.
το πενθήμερο
α) χρονικό διάστημα πέντε ημερών
β) (κατ' επέκτ.) εργάσιμη εβδομάδα πέντε ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + ἡμέρα. Ο τ. πενταήμερος μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].

Greek Monotonic

πενθήμερος: -ον, αυτός που διαρκεί πέντε μέρες, κατὰ πενθήμερον, λέγεται για διαδοχικά διαστήματα των πέντε ημερών, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πενθήμερος: -ον, πέντε ἡμερῶν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 5. 13· - κατὰ πενθήμερον, ἐναλλὰξ ἀνὰ πέντε ἡμέρας, ἀκούσαντες ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι μετεπείσθησαν καὶ ἐψηφίσαντο κατὰ πενθήμερον ἑκατέρους ἡγεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14· ἴδε ἐν λ. πεμπάς.

Middle Liddell

πενθ-ήμερος, ον,
of five days, κατὰ πενθήμερον for alternate spaces of five days, Xen.