ἐπιχειλής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epicheilis
|Transliteration C=epicheilis
|Beta Code=e)pixeilh/s
|Beta Code=e)pixeilh/s
|Definition=ές, (χεῖλος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[on]] or [[at the lips]], <b class="b3">γλῶσσα ἐ</b>. a [[ready]], [[chattering]] tongue, <span class="bibl">Poll.6.120</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[full up to the rim]] (i.e. not quite full, as the rim was deep), of Themistocles, ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>814</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> later, [[brim-full]], πίθος ἐ. τῶν ἀγαθῶν <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>13.174d</span>, cf.<span class="bibl">8.115a</span>: metaph., πλήρεις καὶ ἐ. ἁμαρτίαι <span class="bibl">Ph.1.517</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[with the lips drawn in]], like old people, <span class="bibl">Alciphr. 3.55</span>.</span>
|Definition=ἐπιχειλές, ([[χεῖλος]])<br><span class="bld">A</span> [[on]] or [[at the lips]], <b class="b3">γλῶσσα ἐ.</b> a [[ready]], [[chattering]] tongue, Poll.6.120.<br><span class="bld">II</span> [[full up to the rim]] (i.e. not quite full, as the rim was deep), of Themistocles, ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''814.<br><span class="bld">2</span> later, [[brim-full]], πίθος ἐ. τῶν ἀγαθῶν Them.''Or.''13.174d, cf.8.115a: metaph., πλήρεις καὶ ἐ. ἁμαρτίαι Ph.1.517.<br><span class="bld">III</span> [[with the lips drawn in]], like old people, Alciphr. 3.55.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui vient jusqu’aux lèvres, jusqu’au bord (d'un vase), plein jusqu'au bord ; qui déborde de, gén.;<br /><b>2</b> [[qui a les lèvres pendantes]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χεῖλος]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui vient jusqu'aux lèvres, jusqu'au bord (d'un vase), plein jusqu'au bord ; qui déborde de, gén.;<br /><b>2</b> [[qui a les lèvres pendantes]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χεῖλος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στα χείλη<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] [[σχεδόν]] ώς τα χείλη<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] ως τα χείλη, [[ξέχειλος]]<br /><b>4.</b> αυτός που τα χείλη του [[είναι]] στραμμένα [[προς]] τα [[μέσα]] όπως τών [[γέρων]] («τὴν ῥῑνα [[ἐπικαμπής]], τὸ [[στόμα]] [[ἐπιχειλής]]» — με κάμπουρωτή [[μύτη]], με χείλη τραβηγμένα [[προς]] τα [[μέσα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[λεπτοχειλής]], [[αμβλυχειλής]])].
|mltxt=[[ἐπιχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στα χείλη<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] [[σχεδόν]] ώς τα χείλη<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] ως τα χείλη, [[ξέχειλος]]<br /><b>4.</b> αυτός που τα χείλη του [[είναι]] στραμμένα [[προς]] τα [[μέσα]] όπως τών [[γέρων]] («τὴν ῥῖνα [[ἐπικαμπής]], τὸ [[στόμα]] [[ἐπιχειλής]]» — με κάμπουρωτή [[μύτη]], με χείλη τραβηγμένα [[προς]] τα [[μέσα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[λεπτοχειλής]], [[αμβλυχειλής]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:23, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχειλής Medium diacritics: ἐπιχειλής Low diacritics: επιχειλής Capitals: ΕΠΙΧΕΙΛΗΣ
Transliteration A: epicheilḗs Transliteration B: epicheilēs Transliteration C: epicheilis Beta Code: e)pixeilh/s

English (LSJ)

ἐπιχειλές, (χεῖλος)
A on or at the lips, γλῶσσα ἐ. a ready, chattering tongue, Poll.6.120.
II full up to the rim (i.e. not quite full, as the rim was deep), of Themistocles, ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ Ar.Eq.814.
2 later, brim-full, πίθος ἐ. τῶν ἀγαθῶν Them.Or.13.174d, cf.8.115a: metaph., πλήρεις καὶ ἐ. ἁμαρτίαι Ph.1.517.
III with the lips drawn in, like old people, Alciphr. 3.55.

German (Pape)

[Seite 1003] ές, 1) bis an den Rand, nach Poll. 2, 89 Gegensatz von ἰσοχειλής u. ὑπερχειλής, nicht ganz voll; aber bei Ar. Equ. 811, ἐποίησε τὴν πόλιν ἐπιχειλῆ, liegt nach Schol. auch eine Anspielung auf die Mauern, den Rand der Stadt darin; bei Sp. übervoll, übersprudelnd, Themist. – 21 τὸ στόμα ἐπιχειλής, mit eingezogenen Lippen, Alciphr. 3, 55. – 3) auf den Lippen, ῥήματα, gemeine Ausdrücke, die auf Aller Lippen sind, γλῶσσα, voreilige, geschwätzige Zunge, Poll. 6, 120.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui vient jusqu'aux lèvres, jusqu'au bord (d'un vase), plein jusqu'au bord ; qui déborde de, gén.;
2 qui a les lèvres pendantes.
Étymologie: ἐπί, χεῖλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχειλής: полный до краев Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειλής: -ές, (χεῖλος) ὁ ἐπὶ τῶν χειλέων ἢ παρὰ τὰ χείλη, γλῶσα ἐπιχειλής, λάλος, Πολυδ. ς΄, 120. ΙΙ. πλήρης μέχρι χειλέων (πρβλ. ὑπερχειλής), περὶ τοῦ Θεμιστοκλέους, ἐποίησε τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ Ἀριστοφ. Ἱππ. 814· πίθος ἐπ. τῶν ἀγαθῶν Θεμίστ. 174D, πρβλ. 115Α. ΙΙΙ. ἔχων τὰ χείλη πρὸς τὰ ἔσω ὡς οἱ γέροντες, Ἀλκίφρ. 3. 55.

Greek Monolingual

ἐπιχειλής, -ές (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη
2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη
3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος
4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῖνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» — με κάμπουρωτή μύτη, με χείλη τραβηγμένα προς τα μέσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χειλής (< χείλος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. λεπτοχειλής, αμβλυχειλής)].

Greek Monotonic

ἐπιχειλής: -ές (χεῖλος), ξέχειλος έως πάνω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐπι-χειλής, ές χεῖλος
full to the brim, brim-full, Ar.

English (Woodhouse)

full to the brim

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)