ἀπροσωπόληπτος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aprosopoliptos | |Transliteration C=aprosopoliptos | ||
|Beta Code=a)proswpo/lhptos | |Beta Code=a)proswpo/lhptos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπροσωπόληπτον, [[that does not distinguish on personal grounds]], [[impartial]], [[that cannot be looked in the face]], [[not respecting persons]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀδυσώπητος]]. Adv. [[ἀπροσωπολήπτως]] = [[without distinguishing on personal grounds]], [[impartially]], [[without respect of persons]], ''1 Ep.Pet.''1.17. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπροσωπόληπτον, that does not distinguish on personal grounds, impartial, that cannot be looked in the face, not respecting persons, Suid. s.v. ἀδυσώπητος. Adv. ἀπροσωπολήπτως = without distinguishing on personal grounds, impartially, without respect of persons, 1 Ep.Pet.1.17.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀπροσωπόλημπτος 1Ep.Clem.1.3, Ep.Barn.4.12, 1Ep.Petr.1.17
• Morfología: [voc. απροσωπολημιε (sic) IGLS 343.6]
I 1que no hace distinción de personas, imparcial, inexorable de Dios, Clem.Al.Strom.6.6.46, Petr.I Al.Ep.Can.7, Eus.Alex.Serm.M.86.341D
•de pers. ὁ δεσπότης Cyr.Al.M.71.564C, de Eusebio de Alejandría, Io.Not.V.Eus.M.86.297B
•de abstr., de la caridad, Euthal.Epp.Cath.M.85.677B, de la tumba IGLS l.c.
•τὸ ἀπροσωπόληπτον = imparcialidad, inexorabilidad τὸ ἀπροσωπόληπτον θεοῦ Clem.Al.Strom.6.8.64, τὸ ἑαυτοῦ εὔσπλαγχνον καὶ ἀ. ἐνδείκνυται διὰ πάντων τῶν ἁγίων ὁ Λόγος Hippol.Antichr.3.
2 que no se debe mirar cara a cara de Dios, Cyr.Al.M.70.1169D.
II adv. ἀπροσωπολήπτως = sin distinguir entre las personas, imparcialmente, inexorablemente ἀ. ... πάντα ἐποιεῖτε 1Ep.Clem.1.3, ὁ κύριος ἀ. κρινεῖ τὸν κόσμον Ep.Barn.4.12, cf. 1Ep.Petr.1.17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne fait pas acception des personnes, impartial.
Étymologie: ἀ, προσωποληπτέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσωπόληπτος: -ον, ὁ μὴ προσωποληπτῶν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀδυσώπητος: τὸ ἀπροσωπόληπτον Κλήμ. Ἀλ. 772. - Ἐπίρρ. ἀπροσωπολήπτως, ἄνευ προσωποληψίας, Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, α΄, 17. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ληψία, ἡ, Γρηγ. Ναζ. σ. 116, 29.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσωπόληπτος, -ον) προσωποληπτώ
αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, αμερόληπτος.
Greek Monotonic
ἀπροσωπόληπτος: -ον (προσωπολήπτης), αυτός που δεν μεροληπτεί υπέρ συγκεκριμένων προσώπων, αμερόληπτος, αδέκαστος· επίρρ. -τως, χωρίς μεροληψία προς το πρόσωπο κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
προσωπολήπτης
not respecting persons. adv. -τως, without respect of persons, NTest.