ψόθος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psothos
|Transliteration C=psothos
|Beta Code=yo/qos
|Beta Code=yo/qos
|Definition=ὁ, = [[ἀκαθαρσία]] ([[filth]], [[dirt]], [[uncleanness]]), <span class="bibl">Phryn.Com.95</span> (fr. Hsch. (where also = [[ψώρα]] and [[θόρυβος]]), Phot., Suid.); = [[ψόφος] ([[noise]]), acc. to Theognost.<span class="title">Can.</span>54.
|Definition=ὁ, = [[ἀκαθαρσία]] ([[filth]], [[dirt]], [[uncleanness]]), Phryn.Com.95 (fr. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (where also = [[ψώρα]] and [[θόρυβος]]), Phot., Suid.); = [[ψόφος]] ([[noise]]), acc. to Theognost.''Can.''54.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ψοῑθος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) α) [[αιθάλη]], [[καπνός]]<br />β) [[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>ψοῑθος</i>) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) [[σποδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και εμφανίζει το ίδιο δασύ [[σύμφωνο]] -<i>θ</i>- με τα συνώνυμα [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], [[σπύραθος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) [[θόρυβος]], [[ψόφος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] τα συνώνυμα [[ψόφος]] [Ι], [[ῥόθος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ψοῑθος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) α) [[αιθάλη]], [[καπνός]]<br />β) [[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>ψοῖθος</i>) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) [[σποδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και εμφανίζει το ίδιο δασύ [[σύμφωνο]] -<i>θ</i>- με τα συνώνυμα [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], [[σπύραθος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) [[θόρυβος]], [[ψόφος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] τα συνώνυμα [[ψόφος]] [Ι], [[ῥόθος]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ψόθος''': 1.<br />{psóthos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': = [[ἀκαθαρσία]], [[ῥύπος]], [[ψώρα]] (A.''Fr''. 82 = 21 M., Ar. ''Fr''. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· [[μέλαν]] H.; auch ψοθώ<ρ>α· [[ψώρα]], ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), [[ψοθόκη]]· [[ἀκαθαρσία]] (Hdn. Gr.), [[ψοθοιὸς]] ὁ [[ἀκάθαρτος]] (Theognost. ''Kan''.).<br />'''Etymology''': Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt [[ψόλος]] (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], σπύραθοι.<br />'''Page''' 2,1139<br />2.<br />{psóthos}<br />'''Meaning''': ... [[θόρυβος]], ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.''Fr''. 194, 106).<br />'''Etymology''': Kreuzung von [[ψόφος]] und [[ῥόθος]]; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.<br />'''Page''' 2,1139
|ftr='''ψόθος''': 1.<br />{psóthos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': = [[ἀκαθαρσία]], [[ῥύπος]], [[ψώρα]] (A.''Fr''. 82 = 21 M., Ar. ''Fr''. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· [[μέλαν]] H.; auch ψοθώ<ρ>α· [[ψώρα]], ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), [[ψοθόκη]]· [[ἀκαθαρσία]] (Hdn. Gr.), [[ψοθοιὸς]] ὁ [[ἀκάθαρτος]] (Theognost. ''Kan''.).<br />'''Etymology''': Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt [[ψόλος]] (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], σπύραθοι.<br />'''Page''' 2,1139<br />2.<br />{psóthos}<br />'''Meaning''': ... [[θόρυβος]], ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.''Fr''. 194, 106).<br />'''Etymology''': Kreuzung von [[ψόφος]] und [[ῥόθος]]; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.<br />'''Page''' 2,1139
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόθος Medium diacritics: ψόθος Low diacritics: ψόθος Capitals: ΨΟΘΟΣ
Transliteration A: psóthos Transliteration B: psothos Transliteration C: psothos Beta Code: yo/qos

English (LSJ)

ὁ, = ἀκαθαρσία (filth, dirt, uncleanness), Phryn.Com.95 (fr. Hsch. (where also = ψώρα and θόρυβος), Phot., Suid.); = ψόφος (noise), acc. to Theognost.Can.54.

German (Pape)

[Seite 1401] 1) = ψόφος, θόρυβος (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = ψόλος, VLL.

Russian (Dvoretsky)

ψόθος: ὁ Arph. = ψοθοιός.

Greek (Liddell-Scott)

ψόθος: ὁ, = ψόφος, κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. 54. 13. ΙΙ. = ψόλος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κατὰ τὸν Φρύνιχ. παρὰ Φωτ., = ἀκαθαρσία· ἐντεῦθεν ἐπίθ. ψόθιος, -α, -ον, καὶ ψόθωρος, ον, = ψολόεις, Ἡσύχ. Ἐκ τοῦ ψόλος κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, ὡς τὸ Λατ. lacryma, ἐκ τοῦ δάκρυον, κλπ.)

Greek Monolingual

(I)
και ψοῑθος, ὁ, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) α) αιθάλη, καπνός
β) ρύπος, ακαθαρσία
2. (μόνον ο τ. ψοῖθος) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) σποδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και εμφανίζει το ίδιο δασύ σύμφωνο -θ- με τα συνώνυμα ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθος.
(II)
ὁ Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) θόρυβος, ψόφος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα συνώνυμα ψόφος [Ι], ῥόθος.

Frisk Etymology German

ψόθος: 1.
{psóthos}
Grammar: m.
Meaning: = ἀκαθαρσία, ῥύπος, ψώρα (A.Fr. 82 = 21 M., Ar. Fr. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· μέλαν H.; auch ψοθώ<ρ>α· ψώρα, ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), ψοθόκη· ἀκαθαρσία (Hdn. Gr.), ψοθοιὸςἀκάθαρτος (Theognost. Kan.).
Etymology: Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt ψόλος (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθοι.
Page 2,1139
2.
{psóthos}
Meaning: ... θόρυβος, ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.Fr. 194, 106).
Etymology: Kreuzung von ψόφος und ῥόθος; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.
Page 2,1139