δυσαχής: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysachis | |Transliteration C=dysachis | ||
|Beta Code=dusaxh/s | |Beta Code=dusaxh/s | ||
|Definition= | |Definition=δυσαχές, ([[ἄχος]]) [[most painful]], πάθος A.''Eu.''145 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσαχές, (ἄχος) most painful, πάθος A.Eu.145 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δυσᾰχής) -ές
cruel, doloroso πάθος A.Eu.145 (cód., pero v. δυσακής).
German (Pape)
[Seite 677] (ἄχος), schwer zu beklagen; πάθος Aesch. Eum. 140. ές, dor. = δυσηχής.
French (Bailly abrégé)
2ής, ές :
pénible, affligeant.
Étymologie: δυσ-, ἄχος.
Russian (Dvoretsky)
δυσᾱχής: II дор. = δυσηχής.
δυσᾰχής: крайне мучительный, тягостный (πάθος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱχής: -ές, Δωρ. ἀντὶ δυσηχής, Ἀνακρ. 108.
Greek Monolingual
(I)
δυσαχής, -ές (Α)
ο πολύ λυπηρός.
(II)
δυσαχής, -ές (Α)
δυσηχής, με δυσάρεστο ήχο.
Greek Monotonic
δυσᾰχής: -ές (ἄχος), επώδυνος, οδυνηρός, επίπονος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δυσ-ᾰχής, ές ἄχος
most painful, Aesch.
Translations
cacophonous
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk