χειρουργία: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirourgia | |Transliteration C=cheirourgia | ||
|Beta Code=xeirourgi/a | |Beta Code=xeirourgi/a | ||
|Definition=Ion. [[χειρουργίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[working by hand]], [[practice of a handicraft]] or [[art]], [[skill herein]], Ar.''Lys.''673, etc.; opp. [[γνώμη]] and [[γνῶσις]] (theory), Hp. ''Morb.''1.6, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 259 e; opp. [[ξύνεσις]], Id.''Amat.''135b.<br><span class="bld">II</span> [[ahandicraft]] or [[art]], Id.''Plt.''258d, 277c; τῶν ζωγράφων.. ἡ καλὴ χ. Anaxandr. 33.1: pl., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 203a, cf. ''Grg.'' 450b.<br><span class="bld">2</span> esp. [[the art]] or [[practice of surgery]], opp. [[the administration of medicine]], <b class="b3">χειρουργίῃ χρῆσθαι</b> perform [[an operation]], Hp.''Prog.'' [23]; χειρουργίην ἐν γραφῇ διηγεῖσθαι [[the mode of operation]], Id.''Art.'' 33, cf. D.S.5.74, Ph.1.253, Dsc.5.15, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Sor.1.12, etc. | |Definition=Ion. [[χειρουργίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[working by hand]], [[practice of a handicraft]] or [[art]], [[skill herein]], Ar.''Lys.''673, etc.; opp. [[γνώμη]] and [[γνῶσις]] (theory), Hp. ''Morb.''1.6, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 259 e; opp. [[ξύνεσις]], Id.''Amat.''135b.<br><span class="bld">II</span> [[ahandicraft]] or [[art]], Id.''Plt.''258d, 277c; τῶν ζωγράφων.. ἡ καλὴ χ. Anaxandr. 33.1: pl., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 203a, cf. ''Grg.'' 450b.<br><span class="bld">2</span> esp. [[the art]] or [[practice of surgery]], opp. [[the administration of medicine]], <b class="b3">χειρουργίῃ χρῆσθαι</b> perform [[an operation]], Hp.''Prog.'' [23]; χειρουργίην ἐν γραφῇ διηγεῖσθαι [[the mode of operation]], Id.''Art.'' 33, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.74, Ph.1.253, Dsc.5.15, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Sor.1.12, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:46, 27 March 2024
English (LSJ)
Ion. χειρουργίη, ἡ,
A working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Ar.Lys.673, etc.; opp. γνώμη and γνῶσις (theory), Hp. Morb.1.6, Pl.Plt. 259 e; opp. ξύνεσις, Id.Amat.135b.
II ahandicraft or art, Id.Plt.258d, 277c; τῶν ζωγράφων.. ἡ καλὴ χ. Anaxandr. 33.1: pl., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς Pl.Smp. 203a, cf. Grg. 450b.
2 esp. the art or practice of surgery, opp. the administration of medicine, χειρουργίῃ χρῆσθαι perform an operation, Hp.Prog. [23]; χειρουργίην ἐν γραφῇ διηγεῖσθαι the mode of operation, Id.Art. 33, cf. D.S.5.74, Ph.1.253, Dsc.5.15, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Sor.1.12, etc.
German (Pape)
[Seite 1347] ἡ, das Arbeiten mit den Händen, Ar. Lys. 673; γραφῆς καὶ συμπάσης χειρουργίας Plat. Polit. 277 c; die Ausübung eines Handwerkes oder einer Kunst, περὶ τεκτονικὴν καὶ σύμπασαν χειρουργίαν 258 d; Gegensatz γνῶσις, 259 e; vgl. noch Conv. 203 a; bes. die Wundarzneikunst, Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 travail manuel;
2 t. de chir. opération.
Étymologie: χειρουργός.
Russian (Dvoretsky)
χειρουργία: ἡ
1 ручной труд, физическая работа Arph., Plat.;
2 ремесло, мастерство Plat.;
3 хирургическая операция (ἐγκαρτερεῖν τῇ χειρουργίᾳ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χειρουργία: ἡ, ἔργον γινόμενον διὰ τῶν χειρῶν, ἄσκησις τέχνης, ἢ χειρωνακτικοῦ ἐπαγγέλματος, ἐμπειρία ἢ δεξιότης ἐν αὐτῷ, Ἀριστοφ. Λυσ. 673, Πλάτ., κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γνῶσις (θεωρία), Πλάτ. Πολιτικ. 259Ε· πρὸς τὸ λέξις, αὐτόθι 277C· πρὸς τὸ σύνεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντεραστ. 135Β. ΙΙ. τέχνη, δεξιότης χειρῶν, οἷον ἡ τεκτονικὴ ἢ καὶ αὐταὶ αἱ καλαὶ τέχναι, οἷον ἡ γραφική, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D, 277C· τῶν ζωγράφων..ἡ καλὴ χ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 1· πληθ., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινὰς Πλάτ. Συμπ. 203Α, πρβλ. Γοργ. 450Β. 2) μάλιστα ἡ τέχνη ἢ ἄσκησις τῆς ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίας χειρουργικὴ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ τῶν φαρμάκων θεραπείαν, χειρουργίῃ χρῆσθαι, ἐκτελεῖν ἐγχείρησιν, Ἱππ. Προγν. 45· χειρουργίην γραφῇ διηγεῖσθαι, τὸν τρόπον τῆς ἐγχειρήσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 798· συχν. παρὰ Γαλην., κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χειρουργίη Α χειρουργός
η χειρουργική
αρχ.
1. δεξιοτεχνία τών χεριών, κατασκευή ή διακόσμηση έργων με τα χέρια του τεχνίτη
2. χειρούργημα.
Greek Monotonic
χειρουργία: ἡ,
I. εργασία με τα χέρια, άσκηση χειροτεχνίας ή τέχνης, δεξιότητα, σε Πλάτ.
II. χειροτεχνία, στον ίδ.· ιδίως, άσκηση της χειρουργικής, χειρουργία.
Middle Liddell
χειρουργία, ἡ, [from χειρουργέω
I. a working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Plat., etc.
II. a handicraft, Plat.:—esp. the practice of chirurgery, surgery.