εὔξενος: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyksenos | |Transliteration C=eyksenos | ||
|Beta Code=eu)/cenos | |Beta Code=eu)/cenos | ||
|Definition=Ion. [[εὔξεινος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[kind to strangers]], [[hospitable]], <b class="b3">ἀνδρῶνας εὐ. δόμων</b> [[the guest]]-chambers, A.''Ch.''712; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις E. ''Hipp.''157 (lyr.). Ep. Adv. [[ἐϋξείνως]] A.R.1.963, 1179.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">πόντος εὔ.</b> [[the Euxine]], now [[the Black Sea]], Hdt.1.6, al., E.''IT''125 (lyr., codd., sed leg. [[Ἀξείνου]]); and so [[εὔ]]. (leg. <b class="b3">ἄξ-</b>) οἶδμα Id.''HF'' 410 (lyr.); εὔ. πέλαγος Pi.''N.''4.49; <b class="b3">ὁ Εὔξεινος</b> alone, Str.11.1.5; cf. [[ἄξενος]]: [[εὔξεινος]] is a euphemism, like [[Εὐμενίδες]]. | |Definition=Ion. [[εὔξεινος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[kind to strangers]], [[hospitable]], <b class="b3">ἀνδρῶνας εὐ. δόμων</b> [[the guest]]-chambers, A.''Ch.''712; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις E. ''Hipp.''157 (lyr.). Ep. Adv. [[ἐϋξείνως]] A.R.1.963, 1179.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">πόντος εὔ.</b> [[the Euxine]], now [[the Black Sea]], [[Herodotus|Hdt.]]1.6, al., E.''IT''125 (lyr., codd., sed leg. [[Ἀξείνου]]); and so [[εὔ]]. (leg. <b class="b3">ἄξ-</b>) οἶδμα Id.''HF'' 410 (lyr.); εὔ. πέλαγος Pi.''N.''4.49; <b class="b3">ὁ Εὔξεινος</b> alone, Str.11.1.5; cf. [[ἄξενος]]: [[εὔξεινος]] is a euphemism, like [[Εὐμενίδες]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[kind]] to strangers, [[hospitable]], ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων the [[guest]]- chambers, Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[πόντος]] [[εὔξεινος]] the Euxine, now the Black sea, Hdt., etc.:—[[anciently]] called [[ἄξενος]], the [[inhospitable]] ([[dictus]] ab antiquis [[Axenus]] [[ille]] fuit, Ovid.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 3 March 2024
English (LSJ)
Ion. εὔξεινος, ον,
A kind to strangers, hospitable, ἀνδρῶνας εὐ. δόμων the guest-chambers, A.Ch.712; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις E. Hipp.157 (lyr.). Ep. Adv. ἐϋξείνως A.R.1.963, 1179.
II πόντος εὔ. the Euxine, now the Black Sea, Hdt.1.6, al., E.IT125 (lyr., codd., sed leg. Ἀξείνου); and so εὔ. (leg. ἄξ-) οἶδμα Id.HF 410 (lyr.); εὔ. πέλαγος Pi.N.4.49; ὁ Εὔξεινος alone, Str.11.1.5; cf. ἄξενος: εὔξεινος is a euphemism, like Εὐμενίδες.
German (Pape)
[Seite 1084] ion. u. p. εὔξεινος, gut gegen Fremde, gastfreundlich, gastlich, von Menschen wie von Ländern u. Wohnungen; εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων Aesch. Ch. 701; λιμένα τὸν εὐξεινότατον ναύται ς Eur. Hipp. 157; πόντος I. T. 125, das Schwarze Meer, seit seine Küsten mit hellenischen Pflanzstädten bedeckt waren, früher ἄξενος, wegen seiner wilden Anwohner is. nom. pr.). – Ζεὺς ἐΰξεινος, Ap. Rh. 2, 378, sonst ξείνιος, der Beschützer der Gastfreundschaft. – Adv. εὐξένως, p. εὐξείνως, Ap. Rh. 1, 963.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ion. εὔξεινος;
1 qui concerne les hôtes ; réservé aux hôtes (appartement);
2 hospitalier : ὁ πόντος ὁ Εὔξεινος, ὁ πόντος Εὔξεινος, ὁ Εὔξεινος le Pont-Euxin litt. la mer hospitalière, p. antiphrase, à cause des populations sauvages de son littoral.
Étymologie: εὖ, ξένος -- DELG, en fait antiphrase de Ἄξεινος πόντος « la mer inhospitalière », calque d'un mot perse signifiant « noir », au sens métaphorique, à cause de ses tempêtes.
Russian (Dvoretsky)
εὔξενος: ион. εὔξεινος 2 гостеприимный (πέλαγος Pind.; ἀνδρῶνες δόμων Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.): Πόντος Εὔ. (прежде Ἄξενος) Pind., Eur. etc. Понт Эвксинский (ныне Черное море).
Greek (Liddell-Scott)
εὔξενος: Ἰων. εὔξεινος, ον, ἀγαθὸς πρὸς τοὺς ξένους, φιλόξενος, φιλικός, ἀνδρῶνας εὐξ. δόμων, τοὺς θαλάμους τοὺς ὡρισμένους πρὸς ὑποδοχὴν τῶν ξένων, Αἰσχύλ. Χο. 712· λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Εὐρ. Ἱππ. 157: - Ἐπικ. Ἐπίρρ. ἐϋξείνως Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 963, 1179. ΙΙ. Πόντος Εὔξεινος, ἡ τανῦν Μαύρη Θάλασσα, Ἡρόδ. 1. 6, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ι. Τ. 125, κτλ.· εὔξ. πέλαγος Πινδ. Ν. 4. 80· οἶδμα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 410, κτλ.· ὁ Εὔξεινος μόνον, Στράβ. 491. - Κατὰ πρῶτον τὸ πάλαι ἐκαλεῖτο ἄξενος, ὁ ἀφιλόξενος, ἐκ τῶν ἀγρίων φυλῶν αἵτινες κατῴκουν τὰ παράλια αὐτοῦ (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, Ὀβιδ. Trist. 4. 4, 56): - ἴσως τὸ ὄνομα εὔξεινος ἐλέχθη κατ’ εὐφημισμόν, ὡς τὸ Εὐμενίδες.
Greek Monolingual
εὔξενος, -ον (Α)
βλ. εύξεινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξένος.
Greek Monotonic
εὔξενος: Ιων. εὔ-ξεινος, -ον,
I. ευγενικός προς τους ξένους, φιλόξενος, φιλικός, ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων, οι ξενώνες, σε Αισχύλ.· λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις, σε Ευρ.
II. πόντος εὔξεινος, ο Εύξεινος Πόντος, η σημερινή Μαύρη Θάλασσα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αρχ. τύπος ἄξενος, αφιλόξενος (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, σε Οβίδ.).
Middle Liddell
I. kind to strangers, hospitable, ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων the guest- chambers, Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.
II. πόντος εὔξεινος the Euxine, now the Black sea, Hdt., etc.:—anciently called ἄξενος, the inhospitable (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, Ovid.).