εὐστροφία: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐστροφία]]) [[εύστροφος]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]] στο να στρέφεται και να κάμπτεται [[κάποιος]], [[ευκαμψία]], [[ευλυγισία]] (α. «[[εὐστροφία]] τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «[[ευστροφία]] χορεύτριας»)<br /><b>2.</b> (για πνευματικές ιδιότητες) [[ετοιμότητα]], [[οξύνοια]] («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[επιδεξιότητα]] στροφής από το ένα [[ζήτημα]] στο [[άλλο]], η [[γρηγοράδα]] στη [[σκέψη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προς]] το καλύτερο, [[βελτίωση]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐστροφία]]) [[εύστροφος]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]] στο να στρέφεται και να κάμπτεται [[κάποιος]], [[ευκαμψία]], [[ευλυγισία]] (α. «[[εὐστροφία]] τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «[[ευστροφία]] χορεύτριας»)<br /><b>2.</b> (για πνευματικές ιδιότητες) [[ετοιμότητα]], [[οξύνοια]] («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[επιδεξιότητα]] στροφής από το ένα [[ζήτημα]] στο [[άλλο]], η [[γρηγοράδα]] στη [[σκέψη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προς]] το καλύτερο, [[βελτίωση]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[flexibility]]=== | |||
Albanian: epshmëri; Arabic: مُرُونة; Armenian: ճկունություն; Catalan: flexibilitat; Czech: ohebnost; Danish: bøjelighed, fleksibilitet, smidighed; Esperanto: fleksebleco; Finnish: joustavuus; French: [[souplesse]], [[flexibilité]]; Galician: flexibilidade; Georgian: მოქნილობა, დრეკადობა; German: [[Flexibilität]]; Greek: [[ευελιξία]], [[ευκαμψία]]; Ancient Greek: [[εὐκάμπεια]], [[εὐκαμψία]], [[εὐστροφία]], [[ὑγρότας]], [[ὑγρότης]]; Hebrew: גְּמִישׁוּת; Italian: [[flessibilità]]; Japanese: 柔軟性, 可撓性, フレキシビリティ; Kurdish Northern Kurdish: çemînbarî; Latin: [[flexibilitas]]; Manx: so-lhoobaght, so-vioraght; Maori: ngohengohenga; Norwegian Bokmål: fleksibilitet, bøyelighet; Nynorsk: fleksibilitet; Polish: elastyczność; Portuguese: [[flexibilidade]]; Romanian: flexibilitate; Russian: [[гибкость]]; Slovak: flexibilita; Spanish: [[flexibilidad]]; Swedish: flexibilitet; Tagalog: pagkahutukin; Thai: ความยืดหยุ่น; Turkish: esneklik, elastikiyet | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:52, 5 November 2024
English (LSJ)
ἡ, suppleness, versatility, flexibility, ἔν τινι Chrysipp.Stoic.3.178, cf. Porph.Abst.3.23; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, LXX Pr.14.35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
facilité à se tourner en tous sens, flexibilité, souplesse.
Étymologie: εὔστροφος.
German (Pape)
ἡ, Biegsamkeit, Lenksamkeit, Gewandtheit, ἡ ἐν τούτοις εὐστρ. Chrysipp. bei Ath. I.18b; Plut. öfter, τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις, Gewandtheit im schnellen Antworten, garrulit. 17.
Russian (Dvoretsky)
εὐστροφία: ἡ гибкость, изворотливость (πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστροφία: ἡ, εὐκολία εἰς τὸ στρέφεσθαι, εὐκινησία, ἐπιτηδειότης, ἔν τινι Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 18Β· εὔστρ. πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Πλούτ. 2. 510F, πρβλ. 975Α.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐστροφία) εύστροφος
1. ευκολία στο να στρέφεται και να κάμπτεται κάποιος, ευκαμψία, ευλυγισία (α. «εὐστροφία τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.
β. «ευστροφία χορεύτριας»)
2. (για πνευματικές ιδιότητες) ετοιμότητα, οξύνοια («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», Πλούτ.)
νεοελλ.
η επιδεξιότητα στροφής από το ένα ζήτημα στο άλλο, η γρηγοράδα στη σκέψη
μσν.
προς το καλύτερο, βελτίωση.
Translations
flexibility
Albanian: epshmëri; Arabic: مُرُونة; Armenian: ճկունություն; Catalan: flexibilitat; Czech: ohebnost; Danish: bøjelighed, fleksibilitet, smidighed; Esperanto: fleksebleco; Finnish: joustavuus; French: souplesse, flexibilité; Galician: flexibilidade; Georgian: მოქნილობა, დრეკადობა; German: Flexibilität; Greek: ευελιξία, ευκαμψία; Ancient Greek: εὐκάμπεια, εὐκαμψία, εὐστροφία, ὑγρότας, ὑγρότης; Hebrew: גְּמִישׁוּת; Italian: flessibilità; Japanese: 柔軟性, 可撓性, フレキシビリティ; Kurdish Northern Kurdish: çemînbarî; Latin: flexibilitas; Manx: so-lhoobaght, so-vioraght; Maori: ngohengohenga; Norwegian Bokmål: fleksibilitet, bøyelighet; Nynorsk: fleksibilitet; Polish: elastyczność; Portuguese: flexibilidade; Romanian: flexibilitate; Russian: гибкость; Slovak: flexibilita; Spanish: flexibilidad; Swedish: flexibilitet; Tagalog: pagkahutukin; Thai: ความยืดหยุ่น; Turkish: esneklik, elastikiyet