μονοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monodaktylos
|Transliteration C=monodaktylos
|Beta Code=monoda/ktulos
|Beta Code=monoda/ktulos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one-toed</b>, Luc.<span class="title">VH</span>1.23.</span>
|Definition=μονοδάκτυλον, [[one-fingered]], [[one-toed]], Luc.''VH''1.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui n'a qu'un doigt]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[δάκτυλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονοδάκτῠλος:''' [[с одним пальцем]], [[однопалый]] Luc.
}}
{{ls
|lstext='''μονοδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονοδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει έναν μόνο [[δάκτυλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μονοδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> αυτός που έχει ένα [[δάκτυλο]] σε [[κάθε]] [[άκρο]], όπως λ.χ. το [[άλογο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοδάκτῠλος:''' -ον, αυτός που έχει μόνο ένα [[δάκτυλο]], σε Λουκ.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοδάκτῠλος Medium diacritics: μονοδάκτυλος Low diacritics: μονοδάκτυλος Capitals: ΜΟΝΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: monodáktylos Transliteration B: monodaktylos Transliteration C: monodaktylos Beta Code: monoda/ktulos

English (LSJ)

μονοδάκτυλον, one-fingered, one-toed, Luc.VH1.23.

German (Pape)

[Seite 202] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a qu'un doigt.
Étymologie: μόνος, δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

μονοδάκτῠλος: с одним пальцем, однопалый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μονοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονοδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος
ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο.

Greek Monotonic

μονοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει μόνο ένα δάκτυλο, σε Λουκ.