κατοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[couvrir de constructions]];<br /><b>2</b> [[dissiper en constructions]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἰκοδομέω]].
|btext=[[κατοικοδομῶ]] :<br /><b>1</b> [[couvrir de constructions]];<br /><b>2</b> [[dissiper en constructions]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἰκοδομέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικοδομέω Medium diacritics: κατοικοδομέω Low diacritics: κατοικοδομέω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: katoikodoméō Transliteration B: katoikodomeō Transliteration C: katoikodomeo Beta Code: katoikodome/w

English (LSJ)

A build upon or build in a place, τι δημόσιον X.Ath.3.4; τὰς ὁδούς Arist.Ath.50.2:—Pass., of the place, to be built on, LXX Ge.36.43, Str.5.4.5.
II squander in building, Plu.Publ.15 (but simply, use in building, πλίνθου τῆς -δομηθείσης PPetr.3p.141 (iii B.C.)).
III shut up in a house, Is.8.41 (s.v.l.), cf. Harp.s.v. κατῳκοδόμησε.
2 Pass., to be built up. blocked up, σανίσι D.C.66.25.

German (Pape)

[Seite 1403] bebauen, ein Gebäude worauf errichten, Xen. Ath. 3, 4; τῶν χωρίων κατοικοδομηθέντων Strab. V, 245; – verbauen, einsperren, Is. 8, 41, nach Harpocr. κατέκλεισεν εἰς οἴκημα.

French (Bailly abrégé)

κατοικοδομῶ :
1 couvrir de constructions;
2 dissiper en constructions.
Étymologie: κατά, οἰκοδομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-οικοδομέω met bouwen verspillen.

Russian (Dvoretsky)

κατοικοδομέω:
1 покрывать строениями, застраивать (τὸ δημόσιον Xen.);
2 тратить все средства на постройки Plut.;
3 запирать, заключать (τινα Isae.).

Greek Monolingual

κατοικοδομῶ, κατοικοδομέω (Α)
1. οικοδομώ πάνω ή μέσα σε κάποιον τόπο, ανεγείρω οικοδομή («τὰς ὁδοὺς κωλύουσι κατοικοδομεῖν», Αριστοτ.)
2. δαπανώ για την κατασκευή οικοδομών («χαίρεις κατοικοδομῶν», Πλούτ.)
3. χρησιμοποιώ κάτι για οικοδομή
4. κλείνω ελεύθερο χώρο με οικοδομές
5. παθ. κατοικοδομοῦμαι, -έομαι
περιβάλλομαι, περικλείομαι («κατοικοδομεῖσθαι σανίσι», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].

Greek Monotonic

κατοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. χτίζω πάνω σε ή μέσα σε τόπο, σε Ξεν.
II. φθείρω οικοδομώντας, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐπί τινος ἢ ἔν τινι τόπῳ, οἰκοδομῶν καταλαμβάνω τι, Ξεν. Ἀθην. 3. 4.― Παθ., ἐπὶ τόπου, οἰκοδομοῦμαι ἐπί τινος, Στράβ. 245. ΙΙ. οἰκοδομῶν φθείρω, δηλ. δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς οἰκοδομάς, Πλουτ. Ποπλικ. 15· ἴδε κατὰ Ε. VI. ΙΙΙ. κλείω δι’ οἰκοδομῶν, Ἰσαῖ. 73. 34.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to build upon or in a place, Xen.
II. to build away, i. e. to squander in building, Plut.