πρόγνωσις: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prognosis | |Transliteration C=prognosis | ||
|Beta Code=pro/gnwsis | |Beta Code=pro/gnwsis | ||
|Definition=προγνώσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[foreknowledge]], [[LXX]] ''Ju.''9.6, ''Act.Ap.''2.23, ''1 Ep.Pet.''1.2.<br><span class="bld">II</span> [[perceiving beforehand]], Plu.2.399d, 982c, Luc.''Alex.''8, etc.<br><span class="bld">b</span> Medic., [[prognosis]] of | |Definition=προγνώσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[foreknowledge]], [[LXX]] ''Ju.''9.6, ''Act.Ap.''2.23, ''1 Ep.Pet.''1.2.<br><span class="bld">II</span> [[perceiving beforehand]], Plu.2.399d, 982c, Luc.''Alex.''8, etc.<br><span class="bld">b</span> Medic., [[prognosis]] of [[disease]]s, [[Κῳακαὶ προγνώσιες]] = [[Koan Prognoses]], title of work by [[Hippocrates]], cf. Gal.16.490, 18(2).11, ''AP''11.382 (Agath.); title of work by [[Democritus]].<br><span class="bld">III</span> [[prediction]], Gem.17.13, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόγνωσις:''' ἡ, [[γνώση | |lsmtext='''πρόγνωσις:''' ἡ, [[γνώση εκ των προτέρων]], σε Λουκ.· στην ιατρική, προδιάγνωση των ασθενειών, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πρόγνωσις]], εως,<br />a | |mdlsjtxt=[[πρόγνωσις]], εως,<br />a [[perceiving beforehand]], Luc.: in [[medicine]], [[prognosis]] of diseases, Anth. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese |
Latest revision as of 14:58, 10 February 2024
English (LSJ)
προγνώσεως, ἡ,
A foreknowledge, LXX Ju.9.6, Act.Ap.2.23, 1 Ep.Pet.1.2.
II perceiving beforehand, Plu.2.399d, 982c, Luc.Alex.8, etc.
b Medic., prognosis of diseases, Κῳακαὶ προγνώσιες = Koan Prognoses, title of work by Hippocrates, cf. Gal.16.490, 18(2).11, AP11.382 (Agath.); title of work by Democritus.
III prediction, Gem.17.13, al.
German (Pape)
[Seite 714] ἡ, das Vorherwissen, Sp., wie Plut. de Pyth. orac. 11 Luc. Alex. 8; bes. in der Medicin.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
connaissance anticipée, prévision.
Étymologie: προγιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόγνωσις -εως, ἡ [προγιγνώσκω] Ion. nom. plur. προγνώσιες, acc. προγνώσιας voorkennis; Luc. 42.8; voorzienigheid. NT. geneesk. prognose.
Russian (Dvoretsky)
πρόγνωσις: εως ἡ
1 предвидение, предсказание Luc., Plut., Anth.;
2 предвидение, прозорливость NT.
Spanish
prógnosis, conocimiento previo
English (Strong)
from προγινώσκω; forethought: foreknowledge.
English (Thayer)
προγνωσεως, ἡ (προγινώσκω);
1. foreknowledge: Plutarch, Lucian, Herodian).
2. forethought, prearrangement (see προβλέπω): προγινώσκω, and see Meyer on Acts, the passage cited).
Greek Monolingual
πρόγνωση, η / πρόγνωσις -ώσεως, ΝΜΑ προγιγνώσκω
1. ιατρ. η πρόβλεψη από τον γιατρό της εξέλιξης και της κατάληξης μιας νόσου, πρόβλεψη που βασίζεται περισσότερο στην ιατρική πείρα και λιγότερο σε αντικειμενικά κριτήρια
2. φρ. «θεία πρόγνωση»
θεολ. μερική έκφραση της παγγνωσίας του Θεού ο οποίος γνωρίζει από πριν όσα πρόκειται να συμβούν
νεοελλ.
1. πρόβλεψη («πρόγνωση του καιρού» — η συγκέντρωση μετεωρολογικών μετρήσεων που αποσκοπεί κυρίως στη συναγωγή πληροφοριών γύρω από τη συμπεριφορά τών πολύπλοκων ατμοσφαιρικών συστημάτων, ώστε να μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα τα αίτια που επηρεάζουν τον καιρό και το κλίμα και να είναι δυνατόν να προβλεφθούν οι μεταβολές τους)
2. βοτ. ο υπολογισμός τών πιθανοτήτων και η πρόβλεψη της έναρξης, ανάπτυξης και εξέλιξης μιας επιδημικής φυτονόσου
3. (οικον.) επισήμανση τών αναμενόμενων συνθηκών και του επιχειρησιακού προσανατολισμού προς τις συνθήκες αυτές με τη λήψη τών κατάλληλων μέτρων
μσν.-αρχ.
η εκ τών προτέρων αντίληψη αυτών που θα συμβούν στο μέλλον, προαίσθηση
αρχ.
1. προφητεία
2. ως κύριο όν. Πρόγνωσις
τίτλος έργου του Δημοκρίτου
3. φρ. «Κῳακαὶ προγνώσεις» — τίτλος έργου του Ιπποκράτους.
Greek Monotonic
πρόγνωσις: ἡ, γνώση εκ των προτέρων, σε Λουκ.· στην ιατρική, προδιάγνωση των ασθενειών, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόγνωσις: ἡ, τὸ γινώσκειν τι πρότερον, ἐκ τῶν προτέρων, Πλούτ. 2. 399D, 982C, Λουκ. Ἀλέξ 8, κτλ.˙ ἐν τῇ ἰατρικῇ, πρόγνωσις, ἐκ τῶν προτέρων σχηματιζομένη κρίσις περὶ τῆς νόσου, προδιάγνωσις, Ἀνθ. Π. 11. 382, ἴδε Föes Hipp., καὶ πρβλ. Γαλην. 8. 692.
Middle Liddell
πρόγνωσις, εως,
a perceiving beforehand, Luc.: in medicine, prognosis of diseases, Anth.
Chinese
原文音譯:prÒgnwsij 普羅-格挪西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:以前-知道(的)
字義溯源:預籌,先見,預知;源自(προγινώσκω)=預先知道);由(πρό)*=前)與(γινώσκω)*=知道)組成
出現次數:總共(2);徒(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 先見(2) 徒2:23; 彼前1:2
Léxico de magia
ἡ prógnosis, conocimiento previo de las cosas ἵνα γιγνώσκω μετὰ πρόγνωσιν para que yo lo conozca mediante prógnosis P III 345 ἰχθῦς· εἰς πρόγνωσιν Piscis: para un conocimiento previo P VII 294 P III 263 P III 424 P III 479 πρόγνωσις ἥδε τῇ προειρημένῃ πράξει γίνεται esta prógnosis se realiza por medio de la práctica citada anteriormente P XIII 265
Translations
prescience
Bulgarian: предвиждане, далновидност; Chinese Cantonese: 先見之明/先见之明; Danish: klarsyn; Finnish: etukäteistieto; French: prescience; Galician: presciencia; Greek: εκ των προτέρων γνώση, γνώση εκ των προτέρων; Ancient Greek: πρόγνωσις, πρόνοια, προνοίη; Italian: preveggenza; Maori: matakite; Norwegian: klarsyn, framsyn; Portuguese: presciência; Russian: предвидение; Spanish: presciencia; Welsh: rhagwybodaeth
foreknowledge
Bulgarian: предвиждане; Finnish: ennakkotieto; German: Voraussicht, Vorauswissen, Vorwissen, Vorherwissen; Greek: εκ των προτέρων γνώση, γνώση εκ των προτέρων; Ancient Greek: πρόγνωσις, πρόνοια, προνοίη; Greenlandic: siumut ilisimassuseq; Turkish: önbilgi
prognosis
Bulgarian: прогноза; Catalan: pronòstic; Chinese Mandarin: 預後/预后; Czech: prognóza; Danish: prognose; Dutch: prognose; Finnish: prognoosi, ennuste; French: pronostic; German: Prognose; Greek: πρόγνωση; Ancient Greek: πρόγνωσις; Hungarian: prognózis, kórjóslat; Icelandic: horfur, spá; Irish: prognóis; Italian: prognosi; Kazakh: болжам; Latvian: prognoze; Macedonian: прогноза; Norman: prog'nose; Norwegian Bokmål: prognose; Nynorsk: prognose; Polish: prognoza, rokowanie; Portuguese: prognose, prognóstico, pronóstico; Russian: прогноз; Spanish: pronóstico; Swedish: prognos; Thai: การพยากรณ์โรค, คำพยากรณ์โรค; Ukrainian: прогноз; Welsh: prognosis
prediction
Arabic: تَنَبُّؤ; Armenian: գուշակություն, կանխատեսում; Belarusian: прадказанне, прагноз; Bengali: ভবিষ্যদ্বাণী; Bulgarian: предсказание, предвиждане; Catalan: predicció; Chinese Mandarin: 預言/预言, 預估/预估, 預測/预测; Czech: předpověď; Danish: forudsigelse; Dutch: voorspelling; Esperanto: prognozo; Estonian: ennustus; Finnish: ennustus, ennuste, prognoosi; French: prédiction; Georgian: წინასწარმეტყველება; German: Voraussage, Vorhersage, Prophezeiung; Greek: πρόβλεψη, πρόγνωση; Ancient Greek: προαγόρευσις, πρόγνωσις, προμάντευμα, προμήνυσις, πρόρρησις; Hebrew: תַּחֲזִית; Hindi: प्रागुक्ति, भविष्यवाणी; Hungarian: jóslat; Indonesian: prediksi; Irish: réamhaisnéis, tairngreacht; Italian: predizione, previsione; Japanese: 予言, 予測; Kazakh: сәуегейлік; Korean: 예언(豫言), 예측(豫測); Latin: praedictum, vaticinium, fatum; Macedonian: предвидување; Malay: ramalan; Malayalam: പ്രവചനം; Norman: prédiction; Norwegian Bokmål: spådom; Nynorsk: spådom; Pashto: مخوېينه; Persian: پیشگویی; Polish: przepowiednia, prognoza, przewidywanie; Portuguese: predição, previsão; Romanian: predicție, previziune, prevestire; Russian: предсказание, прогноз, предвидение; Serbo-Croatian Cyrillic: предсказање; Roman: predskazanje; Slovak: predpoveď; Slovene: napoved; Spanish: predicción; Swahili: utabiri; Swedish: förutsägelse, förutsago, spådom, prognos, prediktion; Tagalog: hulaysay; Tajik: пешгӯӣ; Ukrainian: передбачення, прогноз; Uzbek: bashorat