πλήσμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
lsj>Spiros
mNo edit summary
m (1 revision imported)
 
(No difference)

Latest revision as of 05:57, 4 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήσμιος Medium diacritics: πλήσμιος Low diacritics: πλήσμιος Capitals: ΠΛΗΣΜΙΟΣ
Transliteration A: plḗsmios Transliteration B: plēsmios Transliteration C: plismios Beta Code: plh/smios

English (LSJ)

α, ον, Hices. ap. Ath.7.298b, but ος, ον Xenocr. ap. Orib.2.58.49:—filling, satisfying, ἐδέσματα Plu. Tim.6, cf. Philistion ap.Ath.3.115d, Ph.Bel.89.9, Hices.l.c., Xenocr. l.c., Dsc.5.8; of wine, Ath.1.32f; τὸ πλήσμιον = satiety, surfeit, Epicur.Fr. 465, Plu.Ant.24; ἔχειτι π. τὸ πρᾶγμα Agathin. ap. Orib.10.7.22: neut. as adverb, πλήσμιον διαιτᾶσθαι Ruf.Sat.Gon.33.

German (Pape)

[Seite 635] leicht füllend, sättigend; Ath. I, 32, vom Weine, u. von Aalen, πλήσμιαί εἰσι καὶ πολύτροφοι, VII, 298; οἱ λύχνοι τὰ πλήσμια τῶν ἐδεσμάτων ὀξυτάτῃ διώκουσιν ἐπιθυμίᾳ, Plut. Timol. 6; auch übersättigend, daher τὸ πλήσμιον, Übersättigung, Überdruß, Plut. Anton. 24 u. öfter, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui remplit, qui rassasie ; τὸ πλήσμιον = satiété, dégoût.
Étymologie: πλήθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήσμιος -α -ον [πίμπλημι] vullend (van eten); subst. τὸ πλήσμιον = verzadiging, oververzadiging.

Russian (Dvoretsky)

πλήσμιος: быстро насыщающий, сытный (ἐδέσματα Plut.).

Greek Monolingual

-ία, -ον και πλήσμιος, -ον, Α
1. (κυρίως για εδέσματα και για ποτά) αυτός που γεμίζει, που χορταίνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλήσμιον
κορεσμός, πλησμονή, χορτασμός
3. (το ουδ. ως επίρρ.) πλήσμιον
κατά κόρον, πάρα πολύ. Επίρ. πλησμίως ΜΑ
κατά τρόπο πλήσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ- του ρ. πίμπλημι (πρβλ. πλήσμα, πλήσμη, πλησμονή)].

Greek Monotonic

πλήσμιος: -α, -ον (πίμ-πλημι), χορτασμένος, κορεσμένος, ικανοποιημένος, σε Πλούτ.· τὸ πλήσμιον, κορεσμός, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πλήσμιος: -α, -ον, (πίμπλημι) ὁ πληρῶν, χορταίνων, ἐδέσματα Πλουτ. Τιμολ. 6· ἐπὶ ἐγχελέων, Ἀθήν. 298F· ἐπὶ οἴνου, ὁ αὐτ. 32F· τὸ πλήσμιον, κόρος, πλησμονή, Πλουτ. Ἀντών. 24. ― Ἐπίρρ. -ίως, Γαλην.

Middle Liddell

πλήσμιος, η, ον πίμπλημι
filling, satisfying, Plut.: τὸ πλήσμιον = satiety, Plut.