ἀστερίσκος: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
m (Text replacement - "ἀστέριον, ἀστερίσκος, ἀστὴρ Ἀττικός, ὑόφθαλμος;" to "ἀργεμώνιον, ἀστέριον, ἀστερίσκος, ἀστήρ, ἀστὴρ Ἀττικός, βουβώνιον, ὑόφθαλμος;") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)steri/skos | |Beta Code=a)steri/skos | ||
|Definition=ὁ, ''Dim. of'' [[ἀστήρ]],<br><span class="bld">A</span> [[little star]], Call.''Iamb.''1.120, Hipparch.3.5.22 (pl.).<br><span class="bld">2</span> = [[ἀστερίσκιον]], Eust. 424.5.<br><span class="bld">II</span> [[asterisk]], the mark † by which Gramm. distinguished fine passages in Mss., Id.599.34, etc.; also used as a metrical sign, Heph.Poëm.p.74C.<br><span class="bld">III</span> = [[ἀστὴρ Ἀττικός]], [[blue daisy]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.12.2, Ps.-Dsc.4.119.<br><span class="bld">IV</span> [[capsule of the poppy]], Dsc.4.64.<br><span class="bld">V</span> [[small wheel with projections]], Hero ''Aut.''24.5.<br><span class="bld">VI</span> a [[geometrical figure]], Id.''*Stereom''.1.77. | |Definition=ὁ, ''Dim. of'' [[ἀστήρ]],<br><span class="bld">A</span> [[little star]], Call.''Iamb.''1.120, Hipparch.3.5.22 (pl.).<br><span class="bld">2</span> = [[ἀστερίσκιον]], Eust. 424.5.<br><span class="bld">II</span> [[asterisk]], the mark † by which Gramm. distinguished fine passages in Mss., Id.599.34, etc.; also used as a metrical sign, Heph.Poëm.p.74C.<br><span class="bld">III</span> = [[ἀστὴρ Ἀττικός]], [[blue daisy]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.12.2, Ps.-Dsc.4.119.<br><span class="bld">IV</span> [[capsule of the poppy]], Dsc.4.64.<br><span class="bld">V</span> [[small wheel with projections]], Hero ''Aut.''24.5.<br><span class="bld">VI</span> a [[geometrical figure]], Id.''*Stereom''.1.77. | ||
}} | |||
{{wkpen | |||
|wketx=[[File:Michaelmas daisy or Aster amellus from Lalbagh Flowershow - August 2012 4722.JPG|thumb|[[Michaelmas daisy]] or [[Aster amellus]]]] [[Aster amellus]], the [[European Michaelmas daisy]], is a perennial herbaceous plant and the type species of the genus Aster and the family Asteraceae. | |||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀστερίσκος]]) [[αστήρ]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[αστέρας]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]] των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα [[κείμενα]] που δεν παρουσιάζουν [[πρόβλημα]] γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [], που δηλώνει τα [[κείμενα]] που [[πρέπει]] να εξοβελιστούν ως νόθα). Στη [[μετρική]] [[είναι]] χαρακτηριστικό [[σημείο]] ετερομετρίας ή μεταβολής ποιημάτων<br /><b>3.</b> α) αστεροειδές [[σημείο]] () που παραπέμπει σε [[υποσημείωση]] ή σχόλια ή που δηλώνει [[έλλειψη]] λέξης ή γράμματος λόγω φθοράς του κειμένου<br />β) σε τίτλους αρχαίων συγγραμμάτων σημαίνει ότι το συγκεκριμένο [[σύγγραμμα]] δεν σώζεται<br />γ) στην [[αρχή]] λέξης δηλώνει υποθετικό τύπο αναγκαίο για την [[κατανόηση]] της προέλευσης ή της σημασίας μιας υπάρχουσας λέξης<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> σταυροειδές [[αντικείμενο]] από [[μέταλλο]] που τοποθετείται [[επάνω]] στο ιερόν [[δισκάριον]] για να κρατεί το [[κάλυμμα]] [[έτσι]] ώστε να μην αγγίζει τον Άγιο Άρτο<br /><b>1.</b> α) [[τρεις]] αστερίσκοι τριγωνικά διατεταγμένοι χρησιμοποιούνται: α) για τον διαχωρισμό ενός κεφαλαίου κάποιου κειμένου από το επόμενό του<br />β) [[αντί]] υπογραφής σε ανώνυμα δημοσιεύματα<br /><b>2.</b> [[σημείο]] () που τίθεται στο άνω δεξιό [[άκρο]] μιας λέξης παραπέμποντας σ' αυτήν<br /><b>μσν.</b><br />[[κόσμημα]] της περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] λουλουδιού<br /><b>2.</b> [[σημείο]] των γραμματικών για τα [[κείμενα]] που δεν παρουσιάζουν προβλήματα γνησιότητας. | |mltxt=ο (AM [[ἀστερίσκος]]) [[αστήρ]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[αστέρας]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]] των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα [[κείμενα]] που δεν παρουσιάζουν [[πρόβλημα]] γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [], που δηλώνει τα [[κείμενα]] που [[πρέπει]] να εξοβελιστούν ως νόθα). Στη [[μετρική]] [[είναι]] χαρακτηριστικό [[σημείο]] ετερομετρίας ή μεταβολής ποιημάτων<br /><b>3.</b> α) αστεροειδές [[σημείο]] () που παραπέμπει σε [[υποσημείωση]] ή σχόλια ή που δηλώνει [[έλλειψη]] λέξης ή γράμματος λόγω φθοράς του κειμένου<br />β) σε τίτλους αρχαίων συγγραμμάτων σημαίνει ότι το συγκεκριμένο [[σύγγραμμα]] δεν σώζεται<br />γ) στην [[αρχή]] λέξης δηλώνει υποθετικό τύπο αναγκαίο για την [[κατανόηση]] της προέλευσης ή της σημασίας μιας υπάρχουσας λέξης<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> σταυροειδές [[αντικείμενο]] από [[μέταλλο]] που τοποθετείται [[επάνω]] στο ιερόν [[δισκάριον]] για να κρατεί το [[κάλυμμα]] [[έτσι]] ώστε να μην αγγίζει τον Άγιο Άρτο<br /><b>1.</b> α) [[τρεις]] αστερίσκοι τριγωνικά διατεταγμένοι χρησιμοποιούνται: α) για τον διαχωρισμό ενός κεφαλαίου κάποιου κειμένου από το επόμενό του<br />β) [[αντί]] υπογραφής σε ανώνυμα δημοσιεύματα<br /><b>2.</b> [[σημείο]] () που τίθεται στο άνω δεξιό [[άκρο]] μιας λέξης παραπέμποντας σ' αυτήν<br /><b>μσν.</b><br />[[κόσμημα]] της περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] λουλουδιού<br /><b>2.</b> [[σημείο]] των γραμματικών για τα [[κείμενα]] που δεν παρουσιάζουν προβλήματα γνησιότητας. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[Michaelmas daisy]]=== | |trtx====[[asterisk]]=== | ||
Afrikaans: asterisk; Albanian: asterisk; Arabic: إِجَّامَة, نُجَيْمَة; Armenian: աստղանիշ; Asturian: asteriscu; Azerbaijani: ulduz; Basque: istartxo; Belarusian: зорачка, астэрыск; Bulgarian: звездичка; Burmese: ခရေပွင့်; Catalan: asterisc; Chinese Cantonese: [[星號]], [[星号]]; Mandarin: [[星號]], [[星号]]; Czech: hvězdička; Danish: asterisk, stjerne; Dutch: [[asterisk]], [[sterretje]]; Esperanto: steleto, asterisko; Estonian: tärnike, tärn; Faroese: asteriksur; Finnish: asteriski, tähti, tähti-merkki; French: [[astérisque]]; Galician: asterisco; Georgian: ვარსკვლავი; German: [[Sternchen]], [[Asterisk]], [[Asteriskus]]; Greek: [[αστερίσκος]]; Ancient Greek: [[ἀστερίσκος]]; Hebrew: כּוֹכָבִית; Hindi: तारक, सितारा; Hungarian: csillag; Icelandic: stjörnumerki; Ido: steleto, asterisko; Indonesian: tanda bintang, bintang, asteris; Interlingua: asterisco; Irish: réalta; Italian: [[asterisco]]; Japanese: アスタリスク, 星印, 星号, スター, アステリスク; Kalmyk: астериск; Kazakh: жұлдызша; Korean: 별표, 애스터리스크; Kyrgyz: жылдызча; Latin: [[asteriscus]]; Latvian: zvaigznīte; Lithuanian: asteriskas, žvaigždutė; Macedonian: ѕвездичка; Malay: tanda bintang; Maltese: asteriks; Norman: astérisque, êtaile; Norwegian Bokmål: asterisk, stjerne; Nynorsk: asterisk, stjerne; Ottoman Turkish: یلدز; Persian Iranian Persian: سِتارِه; Polish: gwiazdka, asterysk; Portuguese: [[asterisco]]; Punjabi Gurmukhi: ਤਾਰਾ; Romanian: asterisc, steluță; Russian: [[звёздочка]], [[астериск]]; Scottish Gaelic: reul; Serbo-Croatian Cyrillic: звѐздица, звјѐздица, а̏стериск; Roman: zvèzdica, zvjèzdica, ȁsterisk; Slovak: hviezdička; Slovene: zvezdica; Spanish: [[asterisco]]; Swedish: asterisk; Tagalog: talantanda; Tajik: ситорача, ситора; Tamil: உடுக்குறி; Thai: ดอกจัน; Turkish: asterisk, yıldız imi, yıldız işareti, yıldız; Ukrainian: зі́рочка, астериск; Urdu: سِتارَہ; Uyghur: يۇلتۇزچە; Uzbek: yulduzcha; Vietnamese: dấu sao, dấu hoa thị; Volapük: stelül; Welsh: seren, serennig; Yiddish: שטערנדל | |||
===[[Michaelmas daisy]]=== | |||
English: [[blue daisy]], [[Italian aster]], [[European Michaelmas daisy]], [[Michaelmas daisy]], [[Italian starwort]]; Finnish: elokuunasteri; French: [[marguerite de la Saint-Michel]]; German: [[Berg-Aster]]; Ancient Greek: [[ἀργεμώνιον]], [[ἀστέριον]], [[ἀστερίσκος]], [[ἀστήρ]], [[ἀστὴρ Ἀττικός]], [[βουβώνιον]], [[ὑόφθαλμος]]; Latin: [[amellus]], [[Aster amellus]]; Welsh: blodyn Mihangel, ffarwel haf | English: [[blue daisy]], [[Italian aster]], [[European Michaelmas daisy]], [[Michaelmas daisy]], [[Italian starwort]]; Finnish: elokuunasteri; French: [[marguerite de la Saint-Michel]]; German: [[Berg-Aster]]; Ancient Greek: [[ἀργεμώνιον]], [[ἀστέριον]], [[ἀστερίσκος]], [[ἀστήρ]], [[ἀστὴρ Ἀττικός]], [[βουβώνιον]], [[ὑόφθαλμος]]; Latin: [[amellus]], [[Aster amellus]]; Welsh: blodyn Mihangel, ffarwel haf | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:47, 17 December 2024
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἀστήρ,
A little star, Call.Iamb.1.120, Hipparch.3.5.22 (pl.).
2 = ἀστερίσκιον, Eust. 424.5.
II asterisk, the mark † by which Gramm. distinguished fine passages in Mss., Id.599.34, etc.; also used as a metrical sign, Heph.Poëm.p.74C.
III = ἀστὴρ Ἀττικός, blue daisy, Thphr. HP 4.12.2, Ps.-Dsc.4.119.
IV capsule of the poppy, Dsc.4.64.
V small wheel with projections, Hero Aut.24.5.
VI a geometrical figure, Id.*Stereom.1.77.
Wikipedia EN
Aster amellus, the European Michaelmas daisy, is a perennial herbaceous plant and the type species of the genus Aster and the family Asteraceae.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I estrella pequeña τῆς Ἀμάζης ἐλέγετο σταθμήσασθαι τοὺς ἀστερίσκους, ᾗ πλέουσι Φοίνικες Call.Fr.191.55, δύο μικρῶν καὶ ἐκφανῶν ὄντων ἀστερίσκων Hipparch.3.5.22, cf. 3.5.2, Sch.Arat.893.
2 protuberancia en forma de estrellita en un casco, Eust.424.5.
II gram. asterisco signo * con el que se señalaban al margen los pasajes relevantes, Eust.599.34
•tb. utilizado como signo métrico, Heph.Sign.2.
III bot.
1 un tipo de margarita, Aster amellus L., Thphr.HP 4.12.2, Ps.Dsc.4.119.
2 cáliz de la amapola Dsc.4.64.
IV orn., un tipo de garza Origenes M.17.184A.
V mec.
1 piñón Hero Aut.24.5.
2 pieza en forma de estrellita de una máquina taladradora para el asalto de fortificaciones Poliorc.221.5.
VI geom. figura geométrica en forma de estrella Hero Stereom.1.77.
German (Pape)
[Seite 375] ὁ, dim. von ἀστήρ, 1) Sternchen, Callim. frg. – 2) ein Zeichen der Kritiker in Ausgaben von Schriftstellern, s. Osann. Anecdot. Roman. p. 76. 135. 136. 167 Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 25. 51. – 3) bei Theophr. eine Pflanze.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
astérisque, signe inventé par Aristophane de Byzance pour signaler un vers jugé authentique et placé correctement, mais répété abusivement dans un autre passage.
Étymologie: ἀστήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστερίσκος: ὁ
1 звездочка (ἀστερίσκοι παντοδαποῖς λίθοις διειλημμένοι Diod.);
2 пометка на полях Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀστήρ, μικρὸς ἀστήρ, Καλλ. Ἀποσπ. 94. 2) = ἀστερίσκιον Εὐστ. 424. 5. ΙΙ. ἀστερίσκος, τὸ σημεῖον*, δι’ οὖ οἱ γραμμ. διέκρινον ἐκλεκτὰ χωρία ἐν τοῖς χειρογρ. - «τίθεται δὲ ὁ ἀστερίσκος ἐπὶ τῶν ἄριστα ἐχόντων ἐπῶν καὶ ἀστεροειδῶς οἱονεὶ λαμπόντων» (ἴδε στοιχ. Χ, χ) Εὐστ. 599. 34, κτλ.· ἦτο προσέτι ἐν χρήσει καὶ ὡς μετρικὸν σημεῖον, Ἡφαιστ. σ. 137. ΙΙΙ. φυτοῦ εἶδος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 12, 2, ἴδε ἀστήρ V. - εἶδος κοσμήματος τῆς κεφαλῆς ἔχοντος σχῆμα ἀστέρος, Διόδ. 19. 34 - κόσμημα περικεφαλαίας, «φάλος δὲ κόρυθος ἀσπιδίσκιον ἢ ἀστερίσκος προμετωπίδος» Εὐστ. Ἰλ. 422. 5, πρβλ. ἀστερίσκιον.
Greek Monolingual
ο (AM ἀστερίσκος) αστήρ
1. μικρός αστέρας
2. σημείο των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [], που δηλώνει τα κείμενα που πρέπει να εξοβελιστούν ως νόθα). Στη μετρική είναι χαρακτηριστικό σημείο ετερομετρίας ή μεταβολής ποιημάτων
3. α) αστεροειδές σημείο () που παραπέμπει σε υποσημείωση ή σχόλια ή που δηλώνει έλλειψη λέξης ή γράμματος λόγω φθοράς του κειμένου
β) σε τίτλους αρχαίων συγγραμμάτων σημαίνει ότι το συγκεκριμένο σύγγραμμα δεν σώζεται
γ) στην αρχή λέξης δηλώνει υποθετικό τύπο αναγκαίο για την κατανόηση της προέλευσης ή της σημασίας μιας υπάρχουσας λέξης
4. εκκλ. σταυροειδές αντικείμενο από μέταλλο που τοποθετείται επάνω στο ιερόν δισκάριον για να κρατεί το κάλυμμα έτσι ώστε να μην αγγίζει τον Άγιο Άρτο
1. α) τρεις αστερίσκοι τριγωνικά διατεταγμένοι χρησιμοποιούνται: α) για τον διαχωρισμό ενός κεφαλαίου κάποιου κειμένου από το επόμενό του
β) αντί υπογραφής σε ανώνυμα δημοσιεύματα
2. σημείο () που τίθεται στο άνω δεξιό άκρο μιας λέξης παραπέμποντας σ' αυτήν
μσν.
κόσμημα της περικεφαλαίας
αρχ.
1. ονομασία λουλουδιού
2. σημείο των γραμματικών για τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν προβλήματα γνησιότητας.
Translations
asterisk
Afrikaans: asterisk; Albanian: asterisk; Arabic: إِجَّامَة, نُجَيْمَة; Armenian: աստղանիշ; Asturian: asteriscu; Azerbaijani: ulduz; Basque: istartxo; Belarusian: зорачка, астэрыск; Bulgarian: звездичка; Burmese: ခရေပွင့်; Catalan: asterisc; Chinese Cantonese: 星號, 星号; Mandarin: 星號, 星号; Czech: hvězdička; Danish: asterisk, stjerne; Dutch: asterisk, sterretje; Esperanto: steleto, asterisko; Estonian: tärnike, tärn; Faroese: asteriksur; Finnish: asteriski, tähti, tähti-merkki; French: astérisque; Galician: asterisco; Georgian: ვარსკვლავი; German: Sternchen, Asterisk, Asteriskus; Greek: αστερίσκος; Ancient Greek: ἀστερίσκος; Hebrew: כּוֹכָבִית; Hindi: तारक, सितारा; Hungarian: csillag; Icelandic: stjörnumerki; Ido: steleto, asterisko; Indonesian: tanda bintang, bintang, asteris; Interlingua: asterisco; Irish: réalta; Italian: asterisco; Japanese: アスタリスク, 星印, 星号, スター, アステリスク; Kalmyk: астериск; Kazakh: жұлдызша; Korean: 별표, 애스터리스크; Kyrgyz: жылдызча; Latin: asteriscus; Latvian: zvaigznīte; Lithuanian: asteriskas, žvaigždutė; Macedonian: ѕвездичка; Malay: tanda bintang; Maltese: asteriks; Norman: astérisque, êtaile; Norwegian Bokmål: asterisk, stjerne; Nynorsk: asterisk, stjerne; Ottoman Turkish: یلدز; Persian Iranian Persian: سِتارِه; Polish: gwiazdka, asterysk; Portuguese: asterisco; Punjabi Gurmukhi: ਤਾਰਾ; Romanian: asterisc, steluță; Russian: звёздочка, астериск; Scottish Gaelic: reul; Serbo-Croatian Cyrillic: звѐздица, звјѐздица, а̏стериск; Roman: zvèzdica, zvjèzdica, ȁsterisk; Slovak: hviezdička; Slovene: zvezdica; Spanish: asterisco; Swedish: asterisk; Tagalog: talantanda; Tajik: ситорача, ситора; Tamil: உடுக்குறி; Thai: ดอกจัน; Turkish: asterisk, yıldız imi, yıldız işareti, yıldız; Ukrainian: зі́рочка, астериск; Urdu: سِتارَہ; Uyghur: يۇلتۇزچە; Uzbek: yulduzcha; Vietnamese: dấu sao, dấu hoa thị; Volapük: stelül; Welsh: seren, serennig; Yiddish: שטערנדל
Michaelmas daisy
English: blue daisy, Italian aster, European Michaelmas daisy, Michaelmas daisy, Italian starwort; Finnish: elokuunasteri; French: marguerite de la Saint-Michel; German: Berg-Aster; Ancient Greek: ἀργεμώνιον, ἀστέριον, ἀστερίσκος, ἀστήρ, ἀστὴρ Ἀττικός, βουβώνιον, ὑόφθαλμος; Latin: amellus, Aster amellus; Welsh: blodyn Mihangel, ffarwel haf