ἄρκος: Difference between revisions
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
(13_3) |
|||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arkos | |Transliteration C=arkos | ||
|Beta Code=a)/rkos | |Beta Code=a)/rkos | ||
|Definition=(A), ὁ and ἡ, < | |Definition=(A), ὁ and ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἄρκτος]], [[bear]], LXX4 Ki.2.24, Apoc.13.2, AP11.231 (Ammian.), IG14.1302 (ii A. D.), Tab.Defix.Aud.249 (Carthage, i A. D.), Ael.NA1.31, Eust.1156.16, Suid.<br><span class="bld">II</span> = [[ἄρκτος]] III, Hp. Vict.2.48.<br><span class="bld">III</span> [[ἄρκου σταφυλή]] a [[plant]], [[bear-berry]], [[Arctostaphylos uva-ursi]], Gal.13.83.(B), -εος, τό, ([[ἀρκέω]])<br><span class="bld">A</span> [[defence]], Alc.67: c. gen., [[βέλος|βέλευς]] Id.15.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[ἄρκτος]].<br />-εος, τό<br />[[defensa]], [[protección]] Alc.396, c. gen. ἄ. ἰσχύρω βέλεος Alc.140.9 ([[varia lectio|v.l.]]), c. dat. τῷ ... [[βάρος]] ἔσσεται ἄ. Nic.<i>Al</i>.43, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[ἄρκος]]· τὸ [[παιόνιον]] Hsch.<br />-ου, ἡ<br />[[sarcófago]] ἤ τις τολμήσι τὴν ἄρκον ταύτη<ν> ἀνῦξαι (l. -νοῖ-) <i>IG</i> 14.2326.4, cf. 2325, 2328, 2334 (todas Concordia V d.C.?). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0354.png Seite 354]] τό, Heilmittel, ὀδόντων Opp. H. 3, 178, Mittel gegen den Biß der Zähne; vgl. Alc. Ath. XIV, 627 b. ὁ, ἡ, Bär, Bärin, Sp., wie Ael. N. A. 1, 31. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0354.png Seite 354]] τό, Heilmittel, ὀδόντων Opp. H. 3, 178, Mittel gegen den Biß der Zähne; vgl. Alc. Ath. XIV, 627 b. ὁ, ἡ, Bär, Bärin, Sp., wie Ael. N. A. 1, 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ, ἡ)<br />ours, ourse, <i>animal</i>;<br />[[NT]]: ου (ὁ, ἡ)<br>ours, ourse<br>[cf. [[ἄρκτος]]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄρκτος]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />[[remède]].<br />'''Étymologie:''' R. ἁρκ, écarter ; cf. [[ἀρκέω]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄρκος]], το (Α)<br /><b>1.</b> το όργανο ή το [[μέσον]] άμυνας<br /><b>2.</b> η [[υπεράσπιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε θ. <i>αρκ</i>- ([[πρβλ]]. [[άρκιος]], [[αρκώ]]) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. [[ρίζα]] <i>areq</i>- «[[προστατεύω]], [[ασφαλίζω]]» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. [[αρκώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>απαρκής</i>, [[αυτάρκης]], [[βιαρκής]], [[γυιαρκής]], [[διαρκής]], [[εξαρκής]], [[επαρκής]], [[ζωαρκής]], [[καταρκής]], [[ξεναρκής]], [[ολιγαρκής]], [[παναρκής]], [[πανταρκής]], [[ποδαρκής]], [[πολυαρκής]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄρκος]], ο, η (AM)<br /><b>1.</b> η [[αρκούδα]]<br /><b>2.</b> το αρκουδόβατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[άρκτος]], ο [[οποίος]] προήλθε με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος, [[έπειτα]] από παρετυμολογική [[επίδραση]] του ρ. [[αρκώ]]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄρκος:''' ὁ, ἡ NT [[varia lectio|v.l.]] = [[ἄρκτος]]. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':¥rktoj 阿而克拖士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':熊<br />'''字義溯源''':熊;源自 ([[ἀρκέω]])*=避免<br />'''出現次數''':總共(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 熊的(1) 啓13:2 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 15 November 2023
English (LSJ)
(A), ὁ and ἡ,
A = ἄρκτος, bear, LXX4 Ki.2.24, Apoc.13.2, AP11.231 (Ammian.), IG14.1302 (ii A. D.), Tab.Defix.Aud.249 (Carthage, i A. D.), Ael.NA1.31, Eust.1156.16, Suid.
II = ἄρκτος III, Hp. Vict.2.48.
III ἄρκου σταφυλή a plant, bear-berry, Arctostaphylos uva-ursi, Gal.13.83.(B), -εος, τό, (ἀρκέω)
A defence, Alc.67: c. gen., βέλευς Id.15.4.
Spanish (DGE)
v. ἄρκτος.
-εος, τό
defensa, protección Alc.396, c. gen. ἄ. ἰσχύρω βέλεος Alc.140.9 (v.l.), c. dat. τῷ ... βάρος ἔσσεται ἄ. Nic.Al.43, cf. Hsch.
•ἄρκος· τὸ παιόνιον Hsch.
-ου, ἡ
sarcófago ἤ τις τολμήσι τὴν ἄρκον ταύτη<ν> ἀνῦξαι (l. -νοῖ-) IG 14.2326.4, cf. 2325, 2328, 2334 (todas Concordia V d.C.?).
German (Pape)
[Seite 354] τό, Heilmittel, ὀδόντων Opp. H. 3, 178, Mittel gegen den Biß der Zähne; vgl. Alc. Ath. XIV, 627 b. ὁ, ἡ, Bär, Bärin, Sp., wie Ael. N. A. 1, 31.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ, ἡ)
ours, ourse, animal;
NT: ου (ὁ, ἡ)
ours, ourse
[cf. ἄρκτος].
Étymologie: ἄρκτος.
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
remède.
Étymologie: R. ἁρκ, écarter ; cf. ἀρκέω.
Greek Monolingual
(I)
ἄρκος, το (Α)
1. το όργανο ή το μέσον άμυνας
2. η υπεράσπιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ- (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα areq- «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ.
ΣΥΝΘ. απαρκής, αυτάρκης, βιαρκής, γυιαρκής, διαρκής, εξαρκής, επαρκής, ζωαρκής, καταρκής, ξεναρκής, ολιγαρκής, παναρκής, πανταρκής, ποδαρκής, πολυαρκής.
(II)
ἄρκος, ο, η (AM)
1. η αρκούδα
2. το αρκουδόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του άρκτος, ο οποίος προήλθε με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος, έπειτα από παρετυμολογική επίδραση του ρ. αρκώ].
Russian (Dvoretsky)
Chinese
原文音譯:¥rktoj 阿而克拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:熊
字義溯源:熊;源自 (ἀρκέω)*=避免
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 熊的(1) 啓13:2