σιμβλήϊος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(c1)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=simvliios
|Transliteration C=simvliios
|Beta Code=simblh/i+os
|Beta Code=simblh/i+os
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">from the hive</b>, <b class="b3">σ. ἔργα μελισσέων</b> <b class="b2">honey</b>, <span class="bibl">A.R.3.1036</span>:— pecul. fem. σιμβληΐς, <b class="b3">ΐδος, πέτρη σ</b>. <b class="b2">a hole</b> in a rock <b class="b2">used by bees as a hive</b>, <span class="bibl">Id.1.880</span>; also σιμβληΐδες μέλισσαι <span class="title">AP</span>9.226 (Zon):—written σιμβλίδες in Hsch. (s.v.l.).</span>
|Definition=η, ον, of or from [[the hive]], <b class="b3">σ. ἔργα μελισσέων</b> [[honey]], A.R.3.1036:—pecul. fem. σιμβληΐς, <b class="b3">ΐδος, πέτρη σ.</b> a [[hole]] in a rock [[used by bees as a hive]], Id.1.880; also [[σιμβληΐδες]] μέλισσαι ''AP''9.226 (Zon):—written σιμβλίδες in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[si vera lectio|s.v.l.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0882.png Seite 882]] p. = [[σίμβλιος]], dah. σιμβλήϊα ἔργα, Honig, Ap. Rh. 3, 1036.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0882.png Seite 882]] p. = [[σίμβλιος]], dah. σιμβλήϊα ἔργα, Honig, Ap. Rh. 3, 1036.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[de ruche]].<br />'''Étymologie:''' [[σίμβλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ηΐη, -ον, θηλ. και ποιητ. τ. [[σιμβληΐς]], Α<br />αυτός που γίνεται [[μέσα]] στον σίμβλο, στην [[κυψέλη]] («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» — το [[μέλι]], Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίμβλος]] «[[κυψέλη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. [[πολεμήϊος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σιμβλήϊος:''' -η, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την [[κυψέλη]] των [[μελισσών]]· θηλ. σιμβληίς, <i>-ίδος</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιμβλήϊος Medium diacritics: σιμβλήϊος Low diacritics: σιμβλήϊος Capitals: ΣΙΜΒΛΗΪΟΣ
Transliteration A: simblḗïos Transliteration B: simblēios Transliteration C: simvliios Beta Code: simblh/i+os

English (LSJ)

η, ον, of or from the hive, σ. ἔργα μελισσέων honey, A.R.3.1036:—pecul. fem. σιμβληΐς, ΐδος, πέτρη σ. a hole in a rock used by bees as a hive, Id.1.880; also σιμβληΐδες μέλισσαι AP9.226 (Zon):—written σιμβλίδες in Hsch. (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 882] p. = σίμβλιος, dah. σιμβλήϊα ἔργα, Honig, Ap. Rh. 3, 1036.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de ruche.
Étymologie: σίμβλος.

Greek Monolingual

-ηΐη, -ον, θηλ. και ποιητ. τ. σιμβληΐς, Α
αυτός που γίνεται μέσα στον σίμβλο, στην κυψέλη («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» — το μέλι, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίμβλος «κυψέλη» + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].

Greek Monotonic

σιμβλήϊος: -η, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την κυψέλη των μελισσών· θηλ. σιμβληίς, -ίδος, σε Ανθ.