χλάδω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_20)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chlado
|Transliteration C=chlado
|Beta Code=xla/dw
|Beta Code=xla/dw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exult loudly</b>, assumed as pres. of <b class="b3">κέχλᾱδα</b>, wh. occurs thrice in Pi., <b class="b3">καλλίνικος . . κεχλαδώς</b>, of a triumphal hymn, <span class="bibl"><span class="title">O.</span>9.2</span>; <b class="b3">κεχλάδοντας ἥβα</b>, of two young heroes, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>4.179</span>; κέχλαδεν κρόταλα <span class="bibl"><span class="title">Dith.Oxy.</span>2.10</span>; Hsch. has <b class="b3">κεχληδέναι· ψοφεῖν</b>.</span>
|Definition=[[exult loudly]], assumed as pres. of κέχλᾱδα, wh. occurs thrice in Pi., <b class="b3">καλλίνικος.. κεχλαδώς</b>, of a triumphal hymn, ''O.''9.2; <b class="b3">κεχλάδοντας ἥβα</b>, of two young heroes, ''P.''4.179; κέχλαδεν κρόταλα ''Dith.Oxy.''2.10; [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has κεχληδέναι· ψοφεῖν.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> κέχλαδον, <i>part. ao.2</i> κεχλαδώς;<br />[[bouillonner]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[καχλάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλάδω:''' (только aor. 2 [[κέχλαδον|κέχλᾱδον]] и part. pf. [[κεχλαδώς|κεχλᾱδώς]]) быть переполненным, клокотать: ἥβᾳ κεχλάδοντες Pind. в полном расцвете юных сил; κεχλαδὼς [[καλλίνικος]] Pind. ликующая песнь победы.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χλάδω''': παραλαμβάνεται καθ’ ὑπόθεσιν ὡς ἐνεστὼς τοῦ κέχλᾱδα, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[τύπος]] πρκμ. ἀπαντῶν παρὰ Πινδ.· [[καλλίνικος]] .. κεχλαδώς, ἐπὶ θριαμβικοῦ ἐπινικίου ὕμνου, Ο. 9. 4· κεχλάδοντας ἥβᾳ, ἐπὶ δύο νεαρῶν ἡρώων, Π. 4. 319· κέχλαδον κρόταλα Ἀποσπ. 48.<br />Ἡ [[ἔννοια]] ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις [[εἶναι]] ἡ τοῦ χαίρειν, μεγαλοφώνως ἀγάλλεσθαι· ἐν τῷ πρώτῳ καὶ τῷ τρίτῳ χωρίῳ ἡ [[λέξις]] ἐμφανῶς ἀναφέρεται εἰς ἤχους ἐκφραστικοὺς χαρᾶς, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ κεχληδέναι διὰ τοῦ ψοφεῖν· ὁ Buttm. ἀντιλέγει πρὸς [[ταῦτα]], ὁ δὲ Κούρτ. παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὸ ἐπίθ. χαλᾱρὸς (χλαδρός), καὶ τὸ Σανσκρ. hlâd, hlâd-e (gaudeo). Περὶ τῶν ἀνωμάλων τύπων κεχλάδοντας, κέχλαδον, πρβλ. ἐρρίγοντι, πεφρίκοντας, κεκλήγοντες.
|lstext='''χλάδω''': παραλαμβάνεται καθ’ ὑπόθεσιν ὡς ἐνεστὼς τοῦ κέχλᾱδα, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[τύπος]] πρκμ. ἀπαντῶν παρὰ Πινδ.· [[καλλίνικος]] .. κεχλαδώς, ἐπὶ θριαμβικοῦ ἐπινικίου ὕμνου, Ο. 9. 4· κεχλάδοντας ἥβᾳ, ἐπὶ δύο νεαρῶν ἡρώων, Π. 4. 319· κέχλαδον κρόταλα Ἀποσπ. 48.<br />Ἡ [[ἔννοια]] ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις [[εἶναι]] ἡ τοῦ χαίρειν, μεγαλοφώνως ἀγάλλεσθαι· ἐν τῷ πρώτῳ καὶ τῷ τρίτῳ χωρίῳ ἡ [[λέξις]] ἐμφανῶς ἀναφέρεται εἰς ἤχους ἐκφραστικοὺς χαρᾶς, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ κεχληδέναι διὰ τοῦ ψοφεῖν· ὁ Buttm. ἀντιλέγει πρὸς [[ταῦτα]], ὁ δὲ Κούρτ. παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὸ ἐπίθ. χαλᾱρὸς (χλαδρός), καὶ τὸ Σανσκρ. hlâd, hlâd-e (gaudeo). Περὶ τῶν ἀνωμάλων τύπων κεχλάδοντας, κέχλαδον, πρβλ. ἐρρίγοντι, πεφρίκοντας, κεκλήγοντες.
}}
{{grml
|mltxt=και [[χλάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[φουσκώνω]] από [[έπαρση]] ή από [[χαρά]]<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) α) [[αναβράζω]], [[κοχλάζω]]<br />β) (γενικά) [[θροΐζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμάρτυρος τ. ενεστώτα, άγνωστης ετυμολ., τον οποίο υποθέτουμε με [[βάση]] τον τ. παρακμ. <i>κέχλᾱδα</i>, [[καθώς]] και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>κεχληδέναι</i><br /><i>ψοφεῖν</i>, <i>προσλαλεῖν</i>. Η [[μορφή]] [[χλάζω]] θεωρείται πιθανότερη από ό,τι μια [[μορφή]] [[χλάδω]] (<b>πρβλ.</b> και τους ενεστ. <i>κρά</i>-<i>ζω</i>, <i>κρί</i>-<i>ζω</i>, που [[επίσης]] δηλώνουν ήχους). Ο τ. [[χλάζω]], [[τέλος]], θα μπορούσε να παραβληθεί με τον ενεστ. <i>κα</i>-[[χλάζω]], ο [[οποίος]] εμφανίζει επιτατικό ενεστωτικό διπλασιασμό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χλάδω:''' ως ενεστ. του <i>κέχλᾱδα</i>, [[αγάλλομαι]], [[τύπος]] παρακ., σε Πίνδ.· [[καλλίνικος]] κεχλᾱδώς, λέγεται για θριαμβευτικό ύμνο· <i>κεχλάδοντας ἥβᾳ</i>, λέγεται για [[δύο]] νεαρούς ήρωες.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[assumed]] as [[present]] of κέχλαδα to [[exult]], a perf. [[form]] in Pind.; [[καλλίνικος]] κεχλᾱδώς, of a [[triumphal]] [[hymn]], κεχλάδοντας ἥβαι, of [[young]] heroes.
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλάδω Medium diacritics: χλάδω Low diacritics: χλάδω Capitals: ΧΛΑΔΩ
Transliteration A: chládō Transliteration B: chladō Transliteration C: chlado Beta Code: xla/dw

English (LSJ)

exult loudly, assumed as pres. of κέχλᾱδα, wh. occurs thrice in Pi., καλλίνικος.. κεχλαδώς, of a triumphal hymn, O.9.2; κεχλάδοντας ἥβα, of two young heroes, P.4.179; κέχλαδεν κρόταλα Dith.Oxy.2.10; Hsch. has κεχληδέναι· ψοφεῖν.

French (Bailly abrégé)

ao.2 κέχλαδον, part. ao.2 κεχλαδώς;
bouillonner.
Étymologie: cf. καχλάζω.

Russian (Dvoretsky)

χλάδω: (только aor. 2 κέχλᾱδον и part. pf. κεχλᾱδώς) быть переполненным, клокотать: ἥβᾳ κεχλάδοντες Pind. в полном расцвете юных сил; κεχλαδὼς καλλίνικος Pind. ликующая песнь победы.

Greek (Liddell-Scott)

χλάδω: παραλαμβάνεται καθ’ ὑπόθεσιν ὡς ἐνεστὼς τοῦ κέχλᾱδα, ὅπερ εἶναι τύπος πρκμ. ἀπαντῶν παρὰ Πινδ.· καλλίνικος .. κεχλαδώς, ἐπὶ θριαμβικοῦ ἐπινικίου ὕμνου, Ο. 9. 4· κεχλάδοντας ἥβᾳ, ἐπὶ δύο νεαρῶν ἡρώων, Π. 4. 319· κέχλαδον κρόταλα Ἀποσπ. 48.
ἔννοια ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις εἶναι ἡ τοῦ χαίρειν, μεγαλοφώνως ἀγάλλεσθαι· ἐν τῷ πρώτῳ καὶ τῷ τρίτῳ χωρίῳ ἡ λέξις ἐμφανῶς ἀναφέρεται εἰς ἤχους ἐκφραστικοὺς χαρᾶς, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ κεχληδέναι διὰ τοῦ ψοφεῖν· ὁ Buttm. ἀντιλέγει πρὸς ταῦτα, ὁ δὲ Κούρτ. παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὸ ἐπίθ. χαλᾱρὸς (χλαδρός), καὶ τὸ Σανσκρ. hlâd, hlâd-e (gaudeo). Περὶ τῶν ἀνωμάλων τύπων κεχλάδοντας, κέχλαδον, πρβλ. ἐρρίγοντι, πεφρίκοντας, κεκλήγοντες.

Greek Monolingual

και χλάζω Α
1. φουσκώνω από έπαρση ή από χαρά
2. (για νερό) α) αναβράζω, κοχλάζω
β) (γενικά) θροΐζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστώτα, άγνωστης ετυμολ., τον οποίο υποθέτουμε με βάση τον τ. παρακμ. κέχλᾱδα, καθώς και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κεχληδέναι
ψοφεῖν, προσλαλεῖν. Η μορφή χλάζω θεωρείται πιθανότερη από ό,τι μια μορφή χλάδω (πρβλ. και τους ενεστ. κρά-ζω, κρί-ζω, που επίσης δηλώνουν ήχους). Ο τ. χλάζω, τέλος, θα μπορούσε να παραβληθεί με τον ενεστ. κα-χλάζω, ο οποίος εμφανίζει επιτατικό ενεστωτικό διπλασιασμό].

Greek Monotonic

χλάδω: ως ενεστ. του κέχλᾱδα, αγάλλομαι, τύπος παρακ., σε Πίνδ.· καλλίνικος κεχλᾱδώς, λέγεται για θριαμβευτικό ύμνο· κεχλάδοντας ἥβᾳ, λέγεται για δύο νεαρούς ήρωες.

Middle Liddell

assumed as present of κέχλαδα to exult, a perf. form in Pind.; καλλίνικος κεχλᾱδώς, of a triumphal hymn, κεχλάδοντας ἥβαι, of young heroes.