ἐπικαίριος: Difference between revisions
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikairios | |Transliteration C=epikairios | ||
|Beta Code=e)pikai/rios | |Beta Code=e)pikai/rios | ||
|Definition= | |Definition=ἐπικαίριον, = [[ἐπίκαιρος]] ([[in fit time]], [[in fit place]], [[in season]], [[seasonable]], [[opportune]], [[convenient]]), Sup. [[ἐπικαιριώταται]],<br><span class="bld">A</span> πράξεις X.''Oec.''5.4, cf. Vett. Val.293.22. Adv. [[ἐπικαιρίως]] = [[conveniently]], ἵδρυται Str.9.2.15, cf. 10.1.7.<br><span class="bld">2</span>. [[important]], τὰ ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης X. ''Oec.''15.11; of persons, <b class="b3">οἱ ἐ.</b> the [[most important persons]] of the army, Id.''Cyr.''3.3.12, cf. ''HG''3.3.11: c.inf., <b class="b3">οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι</b> those whose cure is [[all-important]], Id.''Cyr.''8.2.25.<br><span class="bld">3</span>. of parts of the body, [[vital]], <b class="b3">τόποι ἐ.</b> Ti.Locr.102d. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0945.png Seite 945]] zur rechten, gelegenen Zeit, am rechten Orte (vgl. [[ἐπίκαιρος]]); ἐς τόπως ἐπικαιρίως Tim. Locr. 102 d, gefährliche, tödtliche Stellen am Körper, wie [[τρῶμα]], lebensgefährliche Wunde, Hippocr. – Bei Xen. Cyr. 3, 3, 12 u. öfter heißen οἱ ἐπικαίριοι die Offiziere des Heeres vom [[λοχαγός]] aufwärts, vgl. An. 3, 1, 36, wo Xen. zu diesen sagt [[ὑμεῖς]] μέγιστον ἔχετε καιρόν; τοὺς ἐπικαιριωτάτους ξυνελάμβανον Hell. 3, 3, 11, die Häupter des Aufstandes; οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι, die der Heilung bedürfen, od. die, auf deren Genesung Etwas ankommt, Cyr. 8, 2, 25; übh. zu Etwas dienlich, nützlich, αἱ ἐπικαιριώταται πράξεις Oec. 5, 4, vgl. 15, 11. – Adv. ἐπικαιρίως, gut gelegen, günstig, ἵδρυται Strab. IX p. 424. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[opportun]], [[favorable]], [[convenable]];<br /><b>2</b> [[important]] : τὰ ἐπικαιριώτατα τέχνης XÉN les parties essentielles d'un art ; οἱ ἐπικαίριοι les plus importants personnages, <i>particul.</i> les principaux chefs d'une armée ; avec un inf. : οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι XÉN ceux dont la guérison importe le plus;<br /><i>Sp.</i> ἐπικαιριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καιρός]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπικαίριος]], -ον (Α) [[επίκαιρος]]<br /><b>1.</b> [[επίκαιρος]]<br /><b>2.</b> [[σπουδαίος]], [[αξιόλογος]] («τά ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για μέρη του σώματος) [[ζωτικός]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <i>οἱ ἐπικαίριοι</i><br />τα σπουδαιότερα πρόσωπα του στρατού (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> «οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι» — αυτοί που η [[θεραπεία]] τους έχει [[μεγάλη]] [[σπουδαιότητα]] (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> (για μέρη του σώματος) [[ζωτικός]], [[καίριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπικαιρίως</i><br />σε επίκαιρη, πρόσφορη [[θέση]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικαίριος:''' -ον, <b class="num">1.</b> = [[ἐπίκαιρος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σπουδαίος]], <i>οἱ ἐπικαιριώτατοι</i>, οι πιο σπουδαίοι αξιωματικοί του στρατεύματος, στον ίδ.· με απαρ., <i>οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι</i>, εκείνοι των οποίων η [[θεραπεία]] είναι [[πολύ]] σημαντική, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικαίριος:'''<br /><b class="num">1</b> [[своевременный]], [[неотложный]] (πράξεις Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[важный]], [[главный]]: τόποι ἐπικαίριοι (''[[sc.]]'' τοῦ σώματος) Plat. жизненно важные участки или органы тела; τὰ ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης Xen. наиболее существенные элементы искусства; οἱ ἐπικαιριώτατοι (''[[sc.]]'' ξυνειδότες) Xen. главные участники заговора; οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι Xen. люди, излечение которых (было для Кира особенно) важно; οἱ ἐπικαίριοι Xen. старший командный состав. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπι-[[καίριος]], ον<br /><b class="num">1.</b> = [[ἐπίκαιρος]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[important]], οἱ ἐπικαιριώτατοι the [[most]] [[important]] officers, Xen.; c. inf., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι those whose [[cure]] is all-[[important]], Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπικαίριον, = ἐπίκαιρος (in fit time, in fit place, in season, seasonable, opportune, convenient), Sup. ἐπικαιριώταται,
A πράξεις X.Oec.5.4, cf. Vett. Val.293.22. Adv. ἐπικαιρίως = conveniently, ἵδρυται Str.9.2.15, cf. 10.1.7.
2. important, τὰ ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης X. Oec.15.11; of persons, οἱ ἐ. the most important persons of the army, Id.Cyr.3.3.12, cf. HG3.3.11: c.inf., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι those whose cure is all-important, Id.Cyr.8.2.25.
3. of parts of the body, vital, τόποι ἐ. Ti.Locr.102d.
German (Pape)
[Seite 945] zur rechten, gelegenen Zeit, am rechten Orte (vgl. ἐπίκαιρος); ἐς τόπως ἐπικαιρίως Tim. Locr. 102 d, gefährliche, tödtliche Stellen am Körper, wie τρῶμα, lebensgefährliche Wunde, Hippocr. – Bei Xen. Cyr. 3, 3, 12 u. öfter heißen οἱ ἐπικαίριοι die Offiziere des Heeres vom λοχαγός aufwärts, vgl. An. 3, 1, 36, wo Xen. zu diesen sagt ὑμεῖς μέγιστον ἔχετε καιρόν; τοὺς ἐπικαιριωτάτους ξυνελάμβανον Hell. 3, 3, 11, die Häupter des Aufstandes; οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι, die der Heilung bedürfen, od. die, auf deren Genesung Etwas ankommt, Cyr. 8, 2, 25; übh. zu Etwas dienlich, nützlich, αἱ ἐπικαιριώταται πράξεις Oec. 5, 4, vgl. 15, 11. – Adv. ἐπικαιρίως, gut gelegen, günstig, ἵδρυται Strab. IX p. 424.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 opportun, favorable, convenable;
2 important : τὰ ἐπικαιριώτατα τέχνης XÉN les parties essentielles d'un art ; οἱ ἐπικαίριοι les plus importants personnages, particul. les principaux chefs d'une armée ; avec un inf. : οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι XÉN ceux dont la guérison importe le plus;
Sp. ἐπικαιριώτατος.
Étymologie: ἐπί, καιρός.
Greek Monolingual
ἐπικαίριος, -ον (Α) επίκαιρος
1. επίκαιρος
2. σπουδαίος, αξιόλογος («τά ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης», Ξεν.)
3. (για μέρη του σώματος) ζωτικός
4. (για πρόσ.) οἱ ἐπικαίριοι
τα σπουδαιότερα πρόσωπα του στρατού (Ξεν.)
5. «οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι» — αυτοί που η θεραπεία τους έχει μεγάλη σπουδαιότητα (Ξεν.)
6. (για μέρη του σώματος) ζωτικός, καίριος.
επίρρ...
ἐπικαιρίως
σε επίκαιρη, πρόσφορη θέση.
Greek Monotonic
ἐπικαίριος: -ον, 1. = ἐπίκαιρος, σε Ξεν.
2. σπουδαίος, οἱ ἐπικαιριώτατοι, οι πιο σπουδαίοι αξιωματικοί του στρατεύματος, στον ίδ.· με απαρ., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι, εκείνοι των οποίων η θεραπεία είναι πολύ σημαντική, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαίριος:
1 своевременный, неотложный (πράξεις Xen.);
2 важный, главный: τόποι ἐπικαίριοι (sc. τοῦ σώματος) Plat. жизненно важные участки или органы тела; τὰ ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης Xen. наиболее существенные элементы искусства; οἱ ἐπικαιριώτατοι (sc. ξυνειδότες) Xen. главные участники заговора; οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι Xen. люди, излечение которых (было для Кира особенно) важно; οἱ ἐπικαίριοι Xen. старший командный состав.
Middle Liddell
ἐπι-καίριος, ον
1. = ἐπίκαιρος, Xen.
2. important, οἱ ἐπικαιριώτατοι the most important officers, Xen.; c. inf., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι those whose cure is all-important, Xen.