ἄπλατος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(6_6)
(CSV import)
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aplatos
|Transliteration C=aplatos
|Beta Code=a)/platos
|Beta Code=a)/platos
|Definition=Dor.and Trag.for Ep. <b class="b3">ἄπλητος</b> (q.v.), ον, (πελάζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unapproachable</b>, always with a notion of <b class="b2">terrible, monstrous</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>148</span>, <span class="bibl"><span class="title">Th.</span>151</span>; ἄ. πῦρ <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.21</span> (whence it must be restored for <b class="b3">ἀπλήστου</b> in <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>373</span>); <b class="b3">ὀφίων κεφαλαί, Τυφών</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>12.9</span>,<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>93</span>; Ἔχιδνα <span class="bibl">B.5.62</span>, cf. <span class="bibl">12.51</span>; θρέμμα <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1093</span>; αἶσα <span class="bibl">Id.<span class="title">Aj.</span>256</span> (lyr.); ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>387</span>.—In many places <b class="b3">ἄπλαστος</b> is a v.l., <span class="bibl">Id.<span class="title">Aj.</span>256</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>151</span> (lyr.); cf. [[ἄπληστος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[ἄπλετος]], [[κυψέλη]] <span class="title">Com.Adesp.</span>620; ἄπλατοι ὅσοι Phld.<span class="title">Rh.</span>1.3S., al.; γάλα <span class="bibl">Diog.Oen. 39</span>, cf. <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>11.154.14</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.41</span> J., <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.55</span>; cf. [[ἄπλητος]].</span>
|Definition=Dor. and Trag. for Ep. [[ἄπλητος]] ([[quod vide|q.v.]]), ον, ([[πελάζω]])<br><span class="bld">A</span> [[unapproachable]], always with a notion of [[terrible]], [[monstrous]], Hes.Op.148, Th.151; ἄ. πῦρ Pi.P.1.21 (whence it must be restored for [[ἀπλήστου]] in A.Pr.373); ὀφίων κεφαλαί, Τυφών, Pi.P.12.9,Fr.93; Ἔχιδνα B.5.62, cf. 12.51; θρέμμα S.Tr.1093; αἶσα Id.Aj.256 (lyr.); ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην Id.Fr.387.—In many places [[ἄπλαστος]] is a v.l., Id.Aj.256, E.Med.151 (lyr.); cf. [[ἄπληστος]].<br><span class="bld">2</span> = [[ἄπλετος]], [[κυψέλη]] Com.Adesp.620; ἄπλατοι ὅσοι Phld.Rh.1.3S., al.; γάλα Diog.Oen. 39, cf. Epicur.Nat.11.154.14, Phld.Oec.p.41 J., Porph.Abst.1.55; cf. [[ἄπλητος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἄπλᾱτος) v. 1 [[ἄπλητος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] ion. [[ἄπλητος]] ([[πελάζω]], ἀπέλατος), unnahbar, furchtbar, schrecklich, so daß man nicht nahe zu kommen wagt, [[ἰσχύς]] Hes. Th. 153; πῦρ Pind. P. 1, 21; [[ὀφίων]] κεφαλαί 12, 9; ἄπλατον [[θρέμμα]], heißt der Nemeische Löwe, Soph. Tr. 1083; αἶσα Ai. 249; vgl. Buttm. Gramm. II p. 208 u. [[ἄπλετος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] ion. [[ἄπλητος]] ([[πελάζω]], ἀπέλατος), unnahbar, furchtbar, schrecklich, so daß man nicht nahe zu kommen wagt, [[ἰσχύς]] Hes. Th. 153; πῦρ Pind. P. 1, 21; [[ὀφίων]] κεφαλαί 12, 9; ἄπλατον [[θρέμμα]], heißt der Nemeische Löwe, Soph. Tr. 1083; αἶσα Ai. 249; vgl. Buttm. Gramm. II p. 208 u. [[ἄπλετος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inabordable ; terrible ; [[ἄπλατος]] κοίτα EUR la couche terrible, le tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πελάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπλᾱτος:''' ион. [[ἄπλητος]] 2 [[πελάω]] неприступный, страшный (ἄνθρωποι Hes.; [[πῦρ]] Pind.; [[κοίτη]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἄπληστος]]; [[αἶσα]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπλᾱτος''': Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. [[ἄπλητος]], ον, (πλησίον, πρβλ. [[τειχεσιπλήτης]]), [[ἀπέλαστος]], [[ἀπροσπέλαστος]], ὅν οὐδεὶς δύναται νὰ πλησιάσῃ, ἀλλ’ ἀείποτε [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ καὶ τερατώδους, σχεδὸν ὅμοιον τῷ [[ἄαπτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 147, Θ. 151· ἄπλ. πῦρ Πινδ. Π. 1. 40 ([[ὁπόθεν]] πρέπει νὰ διορθωθῇ ἀντὶ τοῦ ἀπλήστου ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 371)· ἀπλάτοις [[ὀφίων]] κεφαλαῖς Πινδ. Π. 12. 15, ἄπλατον… [[Τυφῶν]]’ Ἀποσπ. 93· θρέμμα Σοφ. Τρ. 1093· αἶσα ὁ αὐτ. Αἴ. 255· ἄπλατον, ἀξύμβλητόν τ’ ἐξεθρεψάμην ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ― Πολλαχοῦ τὸ [[ἄπλαστος]] κεῖται ὡς διάφ. γραφή, πρβλ. Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννον εἰς Μήδ. 149· ἴδε [[ὡσαύτως]] καὶ τὴν λέξ. [[ἄπληστος]].
|lstext='''ἄπλᾱτος''': Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. [[ἄπλητος]], ον, (πλησίον, πρβλ. [[τειχεσιπλήτης]]), [[ἀπέλαστος]], [[ἀπροσπέλαστος]], ὅν οὐδεὶς δύναται νὰ πλησιάσῃ, ἀλλ’ ἀείποτε μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ καὶ τερατώδους, σχεδὸν ὅμοιον τῷ [[ἄαπτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 147, Θ. 151· ἄπλ. πῦρ Πινδ. Π. 1. 40 ([[ὁπόθεν]] πρέπει νὰ διορθωθῇ ἀντὶ τοῦ ἀπλήστου ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 371)· ἀπλάτοις [[ὀφίων]] κεφαλαῖς Πινδ. Π. 12. 15, ἄπλατον… [[Τυφῶν]]’ Ἀποσπ. 93· θρέμμα Σοφ. Τρ. 1093· αἶσα ὁ αὐτ. Αἴ. 255· ἄπλατον, ἀξύμβλητόν τ’ ἐξεθρεψάμην ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ― Πολλαχοῦ τὸ [[ἄπλαστος]] κεῖται ὡς διάφ. γραφή, πρβλ. Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννον εἰς Μήδ. 149· ἴδε [[ὡσαύτως]] καὶ τὴν λέξ. [[ἄπληστος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἄπλᾱτος, -ον</b> [[unapproachable]] [[τᾶς]] ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (P. 1.21) παρθενίοις [[ὑπό]] τ' ἀπλάτοις [[ὀφίων]] κεφαλαῖς i. e. the Gorgons' heads (P. 12.9) ἀλλ' [[οἶος]] ἄπλατον κεράιζε [[θεῶν]] Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον fr. 93.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄπλατος]], -ον (Α) [[πελάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πλησιάσει [[κανείς]], [[απλησίαστος]]<br /><b>2.</b> [[φοβερός]], [[τερατώδης]], [[πελώριος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπλᾱτος:''' Δωρ. και Αττ. αντί Επικ. ἄ-πλητος, -ον ([[πελάζω]]) αντί <i>ἀ-πέλατος</i>, [[απρόσιτος]], [[απροσπέλαστος]] ή [[τερατώδης]], [[φρικαλέος]], σε Ησίοδ., Τραγ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πελάζω]]<br />for ἀπέλατος, [[unapproachable]], [[terrible]], Hes., Trag.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[unapproachable]]
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[inabordable]], [[inaccesible]] de la divinidad suprema ἐπικαλοῦμαί σὲ ... τὸν ἄπλατον καὶ ἀμέτρητον <b class="b3">a ti te invoco, el inabordable e incomensurable</b> P IV 1751 de la Naturaleza χαῖρε, Ἥλιε, ... σὺ εἶ ὁ πατὴρ τῆς ἀπλάτου Φύσεως <b class="b3">te saludo, Helios, tú eres el padre de la inaccesible Naturaleza</b> P VII 511
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπλᾱτος Medium diacritics: ἄπλατος Low diacritics: άπλατος Capitals: ΑΠΛΑΤΟΣ
Transliteration A: áplatos Transliteration B: aplatos Transliteration C: aplatos Beta Code: a)/platos

English (LSJ)

Dor. and Trag. for Ep. ἄπλητος (q.v.), ον, (πελάζω)
A unapproachable, always with a notion of terrible, monstrous, Hes.Op.148, Th.151; ἄ. πῦρ Pi.P.1.21 (whence it must be restored for ἀπλήστου in A.Pr.373); ὀφίων κεφαλαί, Τυφών, Pi.P.12.9,Fr.93; Ἔχιδνα B.5.62, cf. 12.51; θρέμμα S.Tr.1093; αἶσα Id.Aj.256 (lyr.); ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην Id.Fr.387.—In many places ἄπλαστος is a v.l., Id.Aj.256, E.Med.151 (lyr.); cf. ἄπληστος.
2 = ἄπλετος, κυψέλη Com.Adesp.620; ἄπλατοι ὅσοι Phld.Rh.1.3S., al.; γάλα Diog.Oen. 39, cf. Epicur.Nat.11.154.14, Phld.Oec.p.41 J., Porph.Abst.1.55; cf. ἄπλητος.

Spanish (DGE)

(ἄπλᾱτος) v. 1 ἄπλητος.

German (Pape)

[Seite 292] ion. ἄπλητος (πελάζω, ἀπέλατος), unnahbar, furchtbar, schrecklich, so daß man nicht nahe zu kommen wagt, ἰσχύς Hes. Th. 153; πῦρ Pind. P. 1, 21; ὀφίων κεφαλαί 12, 9; ἄπλατον θρέμμα, heißt der Nemeische Löwe, Soph. Tr. 1083; αἶσα Ai. 249; vgl. Buttm. Gramm. II p. 208 u. ἄπλετος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inabordable ; terrible ; ἄπλατος κοίτα EUR la couche terrible, le tombeau.
Étymologie: , πελάω.

Russian (Dvoretsky)

ἄπλᾱτος: ион. ἄπλητος 2 πελάω неприступный, страшный (ἄνθρωποι Hes.; πῦρ Pind.; κοίτη Aesch. - v.l. ἄπληστος; αἶσα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄπλᾱτος: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. ἄπλητος, ον, (πλησίον, πρβλ. τειχεσιπλήτης), ἀπέλαστος, ἀπροσπέλαστος, ὅν οὐδεὶς δύναται νὰ πλησιάσῃ, ἀλλ’ ἀείποτε μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ καὶ τερατώδους, σχεδὸν ὅμοιον τῷ ἄαπτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 147, Θ. 151· ἄπλ. πῦρ Πινδ. Π. 1. 40 (ὁπόθεν πρέπει νὰ διορθωθῇ ἀντὶ τοῦ ἀπλήστου ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 371)· ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς Πινδ. Π. 12. 15, ἄπλατον… Τυφῶν’ Ἀποσπ. 93· θρέμμα Σοφ. Τρ. 1093· αἶσα ὁ αὐτ. Αἴ. 255· ἄπλατον, ἀξύμβλητόν τ’ ἐξεθρεψάμην ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ― Πολλαχοῦ τὸ ἄπλαστος κεῖται ὡς διάφ. γραφή, πρβλ. Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννον εἰς Μήδ. 149· ἴδε ὡσαύτως καὶ τὴν λέξ. ἄπληστος.

English (Slater)

ἄπλᾱτος, -ον unapproachable τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (P. 1.21) παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς i. e. the Gorgons' heads (P. 12.9) ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον fr. 93.

Greek Monolingual

ἄπλατος, -ον (Α) πελάζω
1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πλησιάσει κανείς, απλησίαστος
2. φοβερός, τερατώδης, πελώριος.

Greek Monotonic

ἄπλᾱτος: Δωρ. και Αττ. αντί Επικ. ἄ-πλητος, -ον (πελάζω) αντί ἀ-πέλατος, απρόσιτος, απροσπέλαστος ή τερατώδης, φρικαλέος, σε Ησίοδ., Τραγ.

Middle Liddell

πελάζω
for ἀπέλατος, unapproachable, terrible, Hes., Trag.

English (Woodhouse)

unapproachable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον inabordable, inaccesible de la divinidad suprema ἐπικαλοῦμαί σὲ ... τὸν ἄπλατον καὶ ἀμέτρητον a ti te invoco, el inabordable e incomensurable P IV 1751 de la Naturaleza χαῖρε, Ἥλιε, ... σὺ εἶ ὁ πατὴρ τῆς ἀπλάτου Φύσεως te saludo, Helios, tú eres el padre de la inaccesible Naturaleza P VII 511