ἀνθυποπτεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_3)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthypopteyo
|Transliteration C=anthypopteyo
|Beta Code=a)nqupopteu/w
|Beta Code=a)nqupopteu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">suspect mutually</b>, ἀλλήλους <span class="bibl">D.C.45.8</span>: abs., Aen. Tact.<span class="bibl">24.11</span> (cj.):—Pass., <b class="b3">ἀνθυποπτεύεται . . πλέον ἕξειν</b> <b class="b2">he is met by the suspicion</b> that... <span class="bibl">Th.3.43</span>.</span>
|Definition=[[suspect mutually]], ἀλλήλους D.C.45.8: abs., Aen. Tact.24.11 (cj.):—Pass., <b class="b3">ἀνθυποπτεύεται.. πλέον ἕξειν</b> [[he is met by the suspicion]] that... Th.3.43.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[sospechar a su vez]] en v. pas. ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν quien ofrece (a la polis) públicamente algo ventajoso, se hace a cambio sospechoso de que recibirá más ocultamente</i> Th.3.43<br /><b class="num"></b>. ἀλλήλοις sospechar mutuamente</i> D.C.45.8.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0236.png Seite 236]] dagegen Verdacht hegen, pass., dagegen in Verdacht stehen, Thuc. 3, 43 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0236.png Seite 236]] dagegen Verdacht hegen, pass., dagegen in Verdacht stehen, Thuc. 3, 43 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=[[soupçonner à son tour]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὑποπτεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθυποπτεύω:''' [[встречать подозрением]], [[подозревать]]: ὁ διδοός τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεταί πῃ [[πλέον]] [[ἕξειν]] Thuc. тот, кто делает какое-л. добро, подозревается (афинянами) в корыстном намерении.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθυποπτεύω''': [[ὑποπτεύω]] πλεονεκτικὸν σκοπόν. - Παθ., ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν, δηλ. ὑπόκειται εἰς ὑποψίαν ὅτι ἀντὶ τοῦ δοθέντος ἀγαθοῦ ἀποβλέπει εἰς κρυπτόν τι συμφέρον, Θουκ. 3. 43.
|lstext='''ἀνθυποπτεύω''': [[ὑποπτεύω]] πλεονεκτικὸν σκοπόν. - Παθ., ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν, δηλ. ὑπόκειται εἰς ὑποψίαν ὅτι ἀντὶ τοῦ δοθέντος ἀγαθοῦ ἀποβλέπει εἰς κρυπτόν τι συμφέρον, Θουκ. 3. 43.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνθυποπτεύω]] (Α)<br />[[υποπτεύομαι]] αυτόν που έχει υποψίες για μένα, [[υποπτεύομαι]] κι εγώ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθυποπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[υποπτεύομαι]] αμοιβαία — Παθ., <i>ἀνθυποπτεύεται</i>, υπόκειται στην [[υποψία]] ότι..., σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[suspect]] [[mutually]]:— Pass., ἀνθυποπτεύεται he is met by the [[suspicion]] that . ., Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[vicissim in suspicionem incidere]]'', to [[fall under suspicion in turn]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.43.3/ 3.43.3].
}}
}}

Latest revision as of 13:57, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυποπτεύω Medium diacritics: ἀνθυποπτεύω Low diacritics: ανθυποπτεύω Capitals: ΑΝΘΥΠΟΠΤΕΥΩ
Transliteration A: anthypopteúō Transliteration B: anthypopteuō Transliteration C: anthypopteyo Beta Code: a)nqupopteu/w

English (LSJ)

suspect mutually, ἀλλήλους D.C.45.8: abs., Aen. Tact.24.11 (cj.):—Pass., ἀνθυποπτεύεται.. πλέον ἕξειν he is met by the suspicion that... Th.3.43.

Spanish (DGE)

sospechar a su vez en v. pas. ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν quien ofrece (a la polis) públicamente algo ventajoso, se hace a cambio sospechoso de que recibirá más ocultamente Th.3.43
ἀ. ἀλλήλοις sospechar mutuamente D.C.45.8.2.

German (Pape)

[Seite 236] dagegen Verdacht hegen, pass., dagegen in Verdacht stehen, Thuc. 3, 43 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

soupçonner à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑποπτεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυποπτεύω: встречать подозрением, подозревать: ὁ διδοός τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεταί πῃ πλέον ἕξειν Thuc. тот, кто делает какое-л. добро, подозревается (афинянами) в корыстном намерении.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυποπτεύω: ὑποπτεύω πλεονεκτικὸν σκοπόν. - Παθ., ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν, δηλ. ὑπόκειται εἰς ὑποψίαν ὅτι ἀντὶ τοῦ δοθέντος ἀγαθοῦ ἀποβλέπει εἰς κρυπτόν τι συμφέρον, Θουκ. 3. 43.

Greek Monolingual

ἀνθυποπτεύω (Α)
υποπτεύομαι αυτόν που έχει υποψίες για μένα, υποπτεύομαι κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀνθυποπτεύω: μέλ. -σω, υποπτεύομαι αμοιβαία — Παθ., ἀνθυποπτεύεται, υπόκειται στην υποψία ότι..., σε Θουκ.

Middle Liddell

to suspect mutually:— Pass., ἀνθυποπτεύεται he is met by the suspicion that . ., Thuc.

Lexicon Thucydideum

vicissim in suspicionem incidere, to fall under suspicion in turn, 3.43.3.