ζητητής: Difference between revisions
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zititis | |Transliteration C=zititis | ||
|Beta Code=zhthth/s | |Beta Code=zhthth/s | ||
|Definition= | |Definition=ζητητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[zetete]], [[zetetic]], [[seeker]], [[inquirer]], τινος [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 618c; [[φαῦλος]] ζητητής Id.''Chrm.''175e.<br><span class="bld">II</span> [[ζητηταί]], οἱ, at Athens, [[commissioner]]s to [[inquire]] into [[extraordinary]] [[offence]]s to [[recover]] [[money]]s owing to the State, And.1.14 (sg.), Lys.21.16, D.24.11, Pl.Com.125 (sg.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] ὁ, der Aufsucher, θηρίων Poll. 5, 9; von geistigen Dingen, μαθήματος Plat. Charm. 175 e; καὶ [[μαθητής]] Rep. X, 618 c; in Athen Richter, zur Ausforschung eines Verbrechens, bes. um Staatsschulden oder Unterschleife in Staatsgeldern zu untersuchen, Andoc. 1, 14. 36; Lys. 21, 16; ζητητὰς ἑλέσθαι Dem. 24, 11. Vgl. Böckh Staatsh. I p. 170. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] ὁ, der Aufsucher, θηρίων Poll. 5, 9; von geistigen Dingen, μαθήματος Plat. Charm. 175 e; καὶ [[μαθητής]] Rep. X, 618 c; in Athen Richter, zur Ausforschung eines Verbrechens, bes. um Staatsschulden oder Unterschleife in Staatsgeldern zu untersuchen, Andoc. 1, 14. 36; Lys. 21, 16; ζητητὰς ἑλέσθαι Dem. 24, 11. Vgl. Böckh Staatsh. I p. 170. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[qui recherche]];<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> zètète, <i>magistrat chargé de rechercher les débiteurs de l'État et de recouvrer les créances arriérées</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ζητητής -οῦ, ὁ [ζητέω] onderzoeker; plur. οἱ ζητηταί onderzoeksrechters (magistraten in Athene die in bijzondere gevallen onderzoek doen naar een misdrijf). Lys. 21.16. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζητητής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[искатель]], [[исследователь]] ([[τούτου]] τοῦ μαθήματος Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[зетет]], [[следователь]] (ζητητάς [[ἑλέσθαι]] Dem.): ὑπὸ τῶν ζητητῶν ἀπογραφῆναι Lys. быть занесенным зететами в списки (должников) (ζητηταί - члены финансовой комиссии, в Афинах, которая вела следствие по имущественным преступлениям против государства и привлекала к ответственности государственных должников). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ζητητής]]) [[ζητώ]]<br />αυτός που αναζητά, που ερευνά με [[επιμονή]], ο [[ερευνητής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για θηράματα) ο [[ανιχνευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>οἱ ζητηταί</i><br />οι εντεταλμένοι από το [[πολίτευμα]] της αρχαίας Αθήνας να εξιχνιάζουν σκοτεινές περιπτώσεις παράβασης τών νόμων και να επιδιώκουν την [[εξόφληση]] οφειλών [[προς]] το [[δημόσιο]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζητητής:''' -οῦ, ὁ ([[ζητέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ερευνητής]], [[εξεταστής]], αυτός που αναζητεί ή επιζητεί [[κάτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., <i>οἱ ζητηταί</i>, τα [[μέλη]] της δημόσιας αρχής που ανεύρισκαν τους οφειλέτες του Δημοσίου ή αυτούς που καταπατούσαν δημόσια γη στην αρχαία Αθήνα, σε Δημ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζητητής''': -οῦ, ὁ ζητῶν, ἐρευνητής, Πλάτ. Πολιτ. 618C· τινος, [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. Χαρμ. 175Ε. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις οἱ ζητηταὶ ἦτο ἀρχὴ ἔχουσα [[ἔργον]] τὸ ἀνευρίσκειν τοὺς ὀφειλέτας τοῦ δημοσίου, τοὺς κατέχοντας δημόσια κτήματα κλ., Λατ. | |lstext='''ζητητής''': -οῦ, ὁ [[ζητῶν]], [[ἐρευνητής]], Πλάτ. Πολιτ. 618C· τινος, [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. Χαρμ. 175Ε. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις οἱ ζητηταὶ ἦτο ἀρχὴ ἔχουσα [[ἔργον]] τὸ ἀνευρίσκειν τοὺς ὀφειλέτας τοῦ δημοσίου, τοὺς κατέχοντας δημόσια κτήματα κλ., Λατ. [[quaesitor]]es, Ἀνδοκ. 3 6, κλ., Λυσ. 163. 6, Δημ. 696. 9., 703. 11, Πλάτ. Κωμ. Πρέσβ. 5· πρβλ. Herm. Pol. Ant. §§ 133, 151. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ζητητής]], οῦ, [[ζητέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[seeker]], [[inquirer]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> in plural commissioners to [[inquire]] [[into]] [[state]]-offences, Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ζητητοῦ, ὁ,
A zetete, zetetic, seeker, inquirer, τινος Pl.R. 618c; φαῦλος ζητητής Id.Chrm.175e.
II ζητηταί, οἱ, at Athens, commissioners to inquire into extraordinary offences to recover moneys owing to the State, And.1.14 (sg.), Lys.21.16, D.24.11, Pl.Com.125 (sg.).
German (Pape)
[Seite 1140] ὁ, der Aufsucher, θηρίων Poll. 5, 9; von geistigen Dingen, μαθήματος Plat. Charm. 175 e; καὶ μαθητής Rep. X, 618 c; in Athen Richter, zur Ausforschung eines Verbrechens, bes. um Staatsschulden oder Unterschleife in Staatsgeldern zu untersuchen, Andoc. 1, 14. 36; Lys. 21, 16; ζητητὰς ἑλέσθαι Dem. 24, 11. Vgl. Böckh Staatsh. I p. 170.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui recherche;
2 à Athènes zètète, magistrat chargé de rechercher les débiteurs de l'État et de recouvrer les créances arriérées.
Étymologie: ζητέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζητητής -οῦ, ὁ [ζητέω] onderzoeker; plur. οἱ ζητηταί onderzoeksrechters (magistraten in Athene die in bijzondere gevallen onderzoek doen naar een misdrijf). Lys. 21.16.
Russian (Dvoretsky)
ζητητής: οῦ ὁ
1 искатель, исследователь (τούτου τοῦ μαθήματος Plat.);
2 зетет, следователь (ζητητάς ἑλέσθαι Dem.): ὑπὸ τῶν ζητητῶν ἀπογραφῆναι Lys. быть занесенным зететами в списки (должников) (ζητηταί - члены финансовой комиссии, в Афинах, которая вела следствие по имущественным преступлениям против государства и привлекала к ответственности государственных должников).
Greek Monolingual
ο (AM ζητητής) ζητώ
αυτός που αναζητά, που ερευνά με επιμονή, ο ερευνητής
μσν.-αρχ.
(για θηράματα) ο ανιχνευτής
αρχ.
πληθ. οἱ ζητηταί
οι εντεταλμένοι από το πολίτευμα της αρχαίας Αθήνας να εξιχνιάζουν σκοτεινές περιπτώσεις παράβασης τών νόμων και να επιδιώκουν την εξόφληση οφειλών προς το δημόσιο.
Greek Monotonic
ζητητής: -οῦ, ὁ (ζητέω),
I. ερευνητής, εξεταστής, αυτός που αναζητεί ή επιζητεί κάτι, σε Πλάτ.
II. στον πληθ., οἱ ζητηταί, τα μέλη της δημόσιας αρχής που ανεύρισκαν τους οφειλέτες του Δημοσίου ή αυτούς που καταπατούσαν δημόσια γη στην αρχαία Αθήνα, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
ζητητής: -οῦ, ὁ ζητῶν, ἐρευνητής, Πλάτ. Πολιτ. 618C· τινος, περί τινος, ὁ αὐτ. Χαρμ. 175Ε. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις οἱ ζητηταὶ ἦτο ἀρχὴ ἔχουσα ἔργον τὸ ἀνευρίσκειν τοὺς ὀφειλέτας τοῦ δημοσίου, τοὺς κατέχοντας δημόσια κτήματα κλ., Λατ. quaesitores, Ἀνδοκ. 3 6, κλ., Λυσ. 163. 6, Δημ. 696. 9., 703. 11, Πλάτ. Κωμ. Πρέσβ. 5· πρβλ. Herm. Pol. Ant. §§ 133, 151.
Middle Liddell
ζητητής, οῦ, ζητέω
I. a seeker, inquirer, Plat.
II. in plural commissioners to inquire into state-offences, Dem.