παράνυμφος: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paranymfos | |Transliteration C=paranymfos | ||
|Beta Code=para/numfos | |Beta Code=para/numfos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[bridegroom's friend]] or [[best man]], Poll.3.40; ''Glossaria'' on [[θυρωρός]], Sch. Sapph. ''Oxy.''2076.9.<br><span class="bld">II</span> fem., [[bridesmaid]], one of the [[dramatis personae]] in [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'', cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''145.31, Moer.p.269P. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0492.png Seite 492]] ἡ, die Brautjungfer, welche die Braut dem Bräutigam zuführt, [[νυμφεύτρια]], VLL., vielleicht auch ὁ, = Vorigem. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0492.png Seite 492]] ἡ, die Brautjungfer, welche die Braut dem Bräutigam zuführt, [[νυμφεύτρια]], VLL., vielleicht auch ὁ, = Vorigem. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[ami du marié]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[νύμφιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράνυμφος''': ὁ, «ὁ [[παράνυμφος]] εἰκαιότερον οὕτω λέγεται· ὀρθότερον γάρ ἐστι παρανύμφιον καλεῖσθαι τὸν συναπάγοντα τῷ νυμφίῳ τὴν νύμφην, ἢ [[πεζῇ]] ἢ ἐφ’ ἁμάξης, ὡς παρ’ Ἀθηναίοις· ὑφ’ ὧν [[πάροχος]] καλεῖται διὰ τὸ [[μόνος]] αὐτὸς συναναβαίνειν, καὶ ὀχουμένῳ τῷ νυμφίῳ παροχεῖσθαι» Εὐστ. 652. 41, | |lstext='''παράνυμφος''': ὁ, «ὁ [[παράνυμφος]] εἰκαιότερον οὕτω λέγεται· ὀρθότερον γάρ ἐστι παρανύμφιον καλεῖσθαι τὸν συναπάγοντα τῷ νυμφίῳ τὴν νύμφην, ἢ [[πεζῇ]] ἢ ἐφ’ ἁμάξης, ὡς παρ’ Ἀθηναίοις· ὑφ’ ὧν [[πάροχος]] καλεῖται διὰ τὸ [[μόνος]] αὐτὸς συναναβαίνειν, καὶ ὀχουμένῳ τῷ νυμφίῳ παροχεῖσθαι» Εὐστ. 652. 41, Πολυδ. Γ΄, 40, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. ΙΙ. ὡς θηλ., ἡ τῆς νύμφης [[φίλη]] [[παρθένος]], ἥτις ὁδηγεῖ αὐτὴν πρὸς τὸν νυμφίον, [[νυμφεύτρια]], Μοῖρις 269· ἓν τῶν προσώπων τοῦ δράματος ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ν<br />αυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα [[κατά]] την [[ιεροτελεστία]] του γάμου, ο [[κουμπάρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[κόρη]] που συνοδεύει τη [[νύφη]] στην [[τελετή]] του γάμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φίλος]] του γαμπρού ο [[οποίος]] τον συνόδευε και οδηγούσε τη [[νύφη]] από το πατρικό της [[σπίτι]] στη συζυγική [[εστία]], [[νυμφαγωγός]], [[νυμφευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως θηλ.) ἡ [[παράνυμφος]]<br />α) ανύπαντρη [[κόρη]] η οποία συνόδευε τη [[νύφη]] στο [[σπίτι]] του γαμπρού, [[νυμφεύτρια]]<br />β) (στον <b>Αριστοφ.</b>) ένα από τα πρόσωπα του δράματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράνυμφος:''' ὁ ([[νύμφη]]), [[φίλος]] του γαμπρού ή [[κουμπάρος]], αυτός που καθόταν δίπλα στον γαμπρό στο νυφικό [[άρμα]] για να φέρει τη [[νύφη]]· ως θηλ., η [[θεραπαινίδα]] της νύφης, σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρά]]-νυμφος, ὁ, [[νύμφη]]<br />the [[bridegroom]]'s [[friend]] or [[best]] man, who went [[beside]] him in his [[chariot]] to [[fetch]] his [[bride]]:—as fem. the [[bride]]'s-[[maid]], Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A bridegroom's friend or best man, Poll.3.40; Glossaria on θυρωρός, Sch. Sapph. Oxy.2076.9.
II fem., bridesmaid, one of the dramatis personae in Ar.Ach., cf. Hsch., EM145.31, Moer.p.269P.
German (Pape)
[Seite 492] ἡ, die Brautjungfer, welche die Braut dem Bräutigam zuführt, νυμφεύτρια, VLL., vielleicht auch ὁ, = Vorigem.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ami du marié.
Étymologie: παρά, νύμφιος.
Greek (Liddell-Scott)
παράνυμφος: ὁ, «ὁ παράνυμφος εἰκαιότερον οὕτω λέγεται· ὀρθότερον γάρ ἐστι παρανύμφιον καλεῖσθαι τὸν συναπάγοντα τῷ νυμφίῳ τὴν νύμφην, ἢ πεζῇ ἢ ἐφ’ ἁμάξης, ὡς παρ’ Ἀθηναίοις· ὑφ’ ὧν πάροχος καλεῖται διὰ τὸ μόνος αὐτὸς συναναβαίνειν, καὶ ὀχουμένῳ τῷ νυμφίῳ παροχεῖσθαι» Εὐστ. 652. 41, Πολυδ. Γ΄, 40, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. ΙΙ. ὡς θηλ., ἡ τῆς νύμφης φίλη παρθένος, ἥτις ὁδηγεῖ αὐτὴν πρὸς τὸν νυμφίον, νυμφεύτρια, Μοῖρις 269· ἓν τῶν προσώπων τοῦ δράματος ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ν
αυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα κατά την ιεροτελεστία του γάμου, ο κουμπάρος
νεοελλ.
το θηλ. κόρη που συνοδεύει τη νύφη στην τελετή του γάμου
μσν.-αρχ.
φίλος του γαμπρού ο οποίος τον συνόδευε και οδηγούσε τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στη συζυγική εστία, νυμφαγωγός, νυμφευτής
αρχ.
(ως θηλ.) ἡ παράνυμφος
α) ανύπαντρη κόρη η οποία συνόδευε τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού, νυμφεύτρια
β) (στον Αριστοφ.) ένα από τα πρόσωπα του δράματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -νυμφος (< νύμφη)].
Greek Monotonic
παράνυμφος: ὁ (νύμφη), φίλος του γαμπρού ή κουμπάρος, αυτός που καθόταν δίπλα στον γαμπρό στο νυφικό άρμα για να φέρει τη νύφη· ως θηλ., η θεραπαινίδα της νύφης, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
παρά-νυμφος, ὁ, νύμφη
the bridegroom's friend or best man, who went beside him in his chariot to fetch his bride:—as fem. the bride's-maid, Ar.