μουνάξ: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mounaks
|Transliteration C=mounaks
|Beta Code=mouna/c
|Beta Code=mouna/c
|Definition=Adv., (μοῦνος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">singly</b>, ὀρχήσασθαι <span class="bibl">Od.8.371</span>; <b class="b3">μ. κτεινομένων</b> <b class="b2">in single combat</b>, <span class="bibl">11.417</span>.</span>
|Definition=Adv., ([[μοῦνος]]) [[singly]], ὀρχήσασθαι Od.8.371; <b class="b3">μ. κτεινομένων</b> [[in single combat]], 11.417.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0210.png Seite 210]] einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσθαι, im Ggstz von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416. s. das ion. [[μουνάξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0210.png Seite 210]] einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσθαι, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416. s. das ion. [[μουνάξ]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονάξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μουνάξ''': Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.
|lstext='''μουνάξ''': Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.
}}
{{grml
|mltxt=[[μουνάξ]] (Α, Μ [[μονάξ]])<br /><b>επίρρ.</b> μεμονωμένα, [[χωριστά]] (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μουνὰξ κτεινομένων» — αλληλοφονευομένων σε [[μονομαχία]], <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦνος]], ιων. τ. του [[μόνος]], πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[ἅπαξ]] (<b>βλ.</b> και λ. [[μοναξιά]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουνάξ:''' ([[μοῦνος]]), επίρρ., [[χωριστά]], σε [[μονομαχία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μοῦνος]]<br />[[singly]], in [[single]] [[combat]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνάξ Medium diacritics: μουνάξ Low diacritics: μουνάξ Capitals: ΜΟΥΝΑΞ
Transliteration A: mounáx Transliteration B: mounax Transliteration C: mounaks Beta Code: mouna/c

English (LSJ)

Adv., (μοῦνος) singly, ὀρχήσασθαι Od.8.371; μ. κτεινομένων in single combat, 11.417.

German (Pape)

[Seite 210] einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσθαι, im Gegensatz von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416. s. das ion. μουνάξ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονάξ.

Greek (Liddell-Scott)

μουνάξ: Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.

Greek Monolingual

μουνάξ (Α, Μ μονάξ)
επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ.
β. «μουνὰξ κτεινομένων» — αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. του μόνος, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)].

Greek Monotonic

μουνάξ: (μοῦνος), επίρρ., χωριστά, σε μονομαχία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μοῦνος
singly, in single combat, Od.