ἡμιτελής: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(CSV import)
 
mNo edit summary
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imitelis
|Transliteration C=imitelis
|Beta Code=h(mitelh/s
|Beta Code=h(mitelh/s
|Definition=ές, (τέλος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">half-finished</b>, <b class="b3">δόμος ἡ</b>. a house <b class="b2">but half complete</b>, i.e. childless, <span class="bibl">Il.2.701</span>; βίος <span class="bibl">Str.7.3.3</span>, cf. <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMort.</span>19.1</span>; Ὀλύμπιον <span class="bibl">Dicaearch.1.1</span>; ἡ. θάλαμος <span class="title">AP</span>7.627 (Diod.); ἡ. νίκη <span class="bibl">D.H.2.42</span>; φωναί <span class="bibl">Id.<span class="title">Comp.</span>14</span>; ἐνέργειαι <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.7</span>; of a child, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Sacr.</span>5</span>; οὐδὲν ἡμιτελὲς καταλείπειν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.1.3</span>; ἡ. ἀφιέναι <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>9</span>; <b class="b3">. ἀνήρ</b>, opp. <b class="b3">τελείως ἀγαθός</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.38</span>; ἡ. περὶ λόγους <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>23</span>; ἡ. τὴν ἀρετήν <span class="bibl">Ph.2.199</span>. Adv. -λῶς Longin. ap.<span class="bibl">Porph.<span class="title">Plot.</span>19</span>.</span>
|Definition=ἡμιτελές, ([[τέλος]]) [[half-finished]], [[δόμος]] ἡμιτελής a [[house]] but [[half complete]], i.e. [[childless]], Il.2.701; [[βίος]] Str.7.3.3, cf. Luc. ''DMort.''19.1; Ὀλύμπιον Dicaearch.1.1; ἡμιτελὴς [[θάλαμος]] ''AP''7.627 (Diod.); ἡμιτελὴς [[νίκη]] D.H.2.42; φωναί Id.''Comp.''14; [[ἐνέργεια]]ι Aret.''SD''1.7; of a child, Luc.''Sacr.''5; οὐδὲν ἡμιτελὲς καταλείπειν [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.1.3; ἡ. ἀφιέναι D.H.''Th.''9; ἡμιτελὴς [[ἀνήρ]], opp. [[τελείως]] [[ἀγαθός]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.3.38; ἡμιτελὴς περὶ λόγους D.H.''Dem.''23; ἡμιτελὴς τὴν ἀρετήν Ph.2.199. Adv. [[ἡμιτελῶς]] = [[incompletely]] Longin. ap.Porph.''Plot.''19.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1170.png Seite 1170]] ές, dasselbe, [[halb fertig]]; [[δόμος]] Il. 2, 701, des Protesilaos, der bald nach der Vermählung in den Krieg gezogen; nach Einigen = kinderlos; nach Strab. VII, 296 = [[χῆρος]]; vgl. Luc. D. Hort. 19, 1; [[θάλαμος]] Diod. 9 (VII, 627); [[νίκη]] D. Hal. 2, 42; ἡμιτελές τι καταλείπειν Xen. Cyr. 8, 1, 3; [[ἀνήρ]], dem [[τελέως]] [[ἀγαθός]] entgegstzt, 3, 3, 38.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[à moitié fini]] ; [[inachevé]], [[incomplet]], [[imparfait]] : ἡμιτελὴς [[δόμος]] IL maison incomplète (où le maître <i>ou</i> la maîtresse sont morts).<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[τέλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμῐτελής:'''<br /><b class="num">1</b> [[наполовину]] (лишь) [[законченный]], [[доведенный до половины]], т. е. [[неоконченный]], [[незавершенный]]: οὐδὲν ἡμιτελὲς καταλείπειν Xen. ничего не оставить невыполненным, т. е. выполнить все в точности;<br /><b class="num">2</b> [[лишь наполовину совершенный]], [[несовершенный]], [[неполноценный]] ([[ἀνήρ]] Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[неполный]], [[лишившийся хозяина]], [[осиротелый]] ([[δόμος]] Hom.; [[θάλαμος]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''ἡμιτελής''': -ές, ([[τέλος]]) κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, [[δόμος]] ἡμ., [[οἰκία]] ἧς ἐλλείπει τὸ ἥμισυ, δηλ. ὁ [[κύριος]] αὐτῆς, ἐπὶ οἴκου τοῦ Πρωτεσιλάου, Ἰλ. Β. 701· πρβλ. Στράβ. 296, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 19. 1, Ruhnk. Τίμ. σ. 225· ἡμ. [[θάλαμος]] Ἀνθ. Π. 7. 627· ἡμ. [[νίκη]] Διον. Ἁλ. 2. 42· περὶ βρέφους, Λουκ. Θυσ. 5· ἡμιτελές τι καταλείπειν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 3, κτλ.· ἀφιέναι Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9· - ἡμ. [[ἀνήρ]],. ἀντίθ. τελείως [[ἀγαθός]], Ξεν. Κύρ. 3. 3, 38· ἡμ. περὶ λόγους Διον. Ἁλ. π. Δημ. 23. - Ἐπίρρ. -λῶς, Λογγῖν. Ἀποσπ. 6. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιτελής]], -ές)<br />μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν [[είναι]] ψυχικά ή πνευματικά [[άρτιος]]<br /><b>2.</b> (για [[βρέφος]]) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «[[δρόμος]] [[ἡμιτελής]]» — ο [[οίκος]] του Πρωτεσιλάου που ήταν [[άτεκνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιτελώς</i> (Α ἡμιτελῶς)<br />με τρόπο ημιτελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. [[πολυτελής]], [[υποτελής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιτελής:''' -ές ([[τέλος]]), μισοτελειωμένος· [[δόμος]] [[ἡμιτελής]], μισοτελειωμένο [[σπίτι]], δηλ. αυτό του οποίου λείπει ο [[κύριος]] και [[αφέντης]] του, λέγεται για τον οίκο του Πρωτεσιλάου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡμιτελὴς [[ἀνήρ]], αντίθ. προς το [[τελείως]] [[ἀγαθός]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμι-]]τελής, ές [[τέλος]]<br />[[half]]-[[finished]], [[δόμος]] ἡμ. a [[house]] but [[half]] [[complete]], i. e. [[wanting]] its [[lord]] and [[master]], Il.; ἡμ. [[ἀνήρ]], opp. to [[τελείως]], [[ἀγαθός]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 08:58, 5 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιτελής Medium diacritics: ἡμιτελής Low diacritics: ημιτελής Capitals: ΗΜΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: hēmitelḗs Transliteration B: hēmitelēs Transliteration C: imitelis Beta Code: h(mitelh/s

English (LSJ)

ἡμιτελές, (τέλος) half-finished, δόμος ἡμιτελής a house but half complete, i.e. childless, Il.2.701; βίος Str.7.3.3, cf. Luc. DMort.19.1; Ὀλύμπιον Dicaearch.1.1; ἡμιτελὴς θάλαμος AP7.627 (Diod.); ἡμιτελὴς νίκη D.H.2.42; φωναί Id.Comp.14; ἐνέργειαι Aret.SD1.7; of a child, Luc.Sacr.5; οὐδὲν ἡμιτελὲς καταλείπειν X.Cyr.8.1.3; ἡ. ἀφιέναι D.H.Th.9; ἡμιτελὴς ἀνήρ, opp. τελείως ἀγαθός, X.Cyr.3.3.38; ἡμιτελὴς περὶ λόγους D.H.Dem.23; ἡμιτελὴς τὴν ἀρετήν Ph.2.199. Adv. ἡμιτελῶς = incompletely Longin. ap.Porph.Plot.19.

German (Pape)

[Seite 1170] ές, dasselbe, halb fertig; δόμος Il. 2, 701, des Protesilaos, der bald nach der Vermählung in den Krieg gezogen; nach Einigen = kinderlos; nach Strab. VII, 296 = χῆρος; vgl. Luc. D. Hort. 19, 1; θάλαμος Diod. 9 (VII, 627); νίκη D. Hal. 2, 42; ἡμιτελές τι καταλείπειν Xen. Cyr. 8, 1, 3; ἀνήρ, dem τελέως ἀγαθός entgegstzt, 3, 3, 38.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à moitié fini ; inachevé, incomplet, imparfait : ἡμιτελὴς δόμος IL maison incomplète (où le maître ou la maîtresse sont morts).
Étymologie: ἡμι-, τέλος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐτελής:
1 наполовину (лишь) законченный, доведенный до половины, т. е. неоконченный, незавершенный: οὐδὲν ἡμιτελὲς καταλείπειν Xen. ничего не оставить невыполненным, т. е. выполнить все в точности;
2 лишь наполовину совершенный, несовершенный, неполноценный (ἀνήρ Xen.);
3 неполный, лишившийся хозяина, осиротелый (δόμος Hom.; θάλαμος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτελής: -ές, (τέλος) κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, δόμος ἡμ., οἰκία ἧς ἐλλείπει τὸ ἥμισυ, δηλ. ὁ κύριος αὐτῆς, ἐπὶ οἴκου τοῦ Πρωτεσιλάου, Ἰλ. Β. 701· πρβλ. Στράβ. 296, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 19. 1, Ruhnk. Τίμ. σ. 225· ἡμ. θάλαμος Ἀνθ. Π. 7. 627· ἡμ. νίκη Διον. Ἁλ. 2. 42· περὶ βρέφους, Λουκ. Θυσ. 5· ἡμιτελές τι καταλείπειν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 3, κτλ.· ἀφιέναι Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9· - ἡμ. ἀνήρ,. ἀντίθ. τελείως ἀγαθός, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 38· ἡμ. περὶ λόγους Διον. Ἁλ. π. Δημ. 23. - Ἐπίρρ. -λῶς, Λογγῖν. Ἀποσπ. 6. 2.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμιτελής, -ές)
μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν είναι ψυχικά ή πνευματικά άρτιος
2. (για βρέφος) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε τελειότητα
3. φρ. μτφ. «δρόμος ἡμιτελής» — ο οίκος του Πρωτεσιλάου που ήταν άτεκνος.
επίρρ...
ημιτελώς (Α ἡμιτελῶς)
με τρόπο ημιτελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τελής (< τέλος), πρβλ. πολυτελής, υποτελής].

Greek Monotonic

ἡμιτελής: -ές (τέλος), μισοτελειωμένος· δόμος ἡμιτελής, μισοτελειωμένο σπίτι, δηλ. αυτό του οποίου λείπει ο κύριος και αφέντης του, λέγεται για τον οίκο του Πρωτεσιλάου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡμιτελὴς ἀνήρ, αντίθ. προς το τελείως ἀγαθός, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἡμι-τελής, ές τέλος
half-finished, δόμος ἡμ. a house but half complete, i. e. wanting its lord and master, Il.; ἡμ. ἀνήρ, opp. to τελείως, ἀγαθός, Xen.