κακοτεχνέω: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(Bailly1_3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakotechneo | |Transliteration C=kakotechneo | ||
|Beta Code=kakotexne/w | |Beta Code=kakotexne/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[use base arts]], [[deal fraudulently]], ἔς τινα [[Herodotus|Hdt.]]6.74, ''PEleph.''1.9 (iv B. C.); περὶ τὰς δίκας D.46.25: abs., Antipho 1.22, D. 29.11, 35.56.<br><span class="bld">2</span> Rhet., [[use false artifices]] of style, Demetr.''Eloc.'' 28, 250.<br><span class="bld">II</span> trans., [[misuse]], τινὰ περὶ τὸ σῶμα Arr.''Epict.''4.6.4; [[mislead]], τοὺς νέους Aristaenet.2.18.<br><span class="bld">2</span> [[falsify]], οὐ κακοτεχνησῶ οὐδὲν τῶν… γεγραμμένων ''GDI''5039.19 (Hierapytna); [[counterfeit]], [[imitate]], [[αἱματίτης]] κεκακοτεχνημένος Dsc.5.126. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] schlechte Künste anwenden, boshaft u. arglistig handeln; ἔς τινα, Her. 6, 74; Antiph. 1, 22; Dem. 29, 11 u. öfter, bes. durch Aufstellung falscher Zeugen; Sp., τοὺς νέους, verschlechtern, verderben, Aristaen. 2, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] schlechte Künste anwenden, boshaft u. arglistig handeln; ἔς τινα, Her. 6, 74; Antiph. 1, 22; Dem. 29, 11 u. öfter, bes. durch Aufstellung falscher Zeugen; Sp., τοὺς νέους, verschlechtern, verderben, Aristaen. 2, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[κακοτεχνῶ]] :<br /><i>impf.</i> ἐκακοτέχνουν;<br />user de ruse <i>ou</i> d'intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[κακότεχνος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακοτεχνέω [κακότεχνος] intrigeren:. κακοτεχνάσαντα ἐς Δημάρατον (toen bekend werd) dat hij geïntrigeerd had tegen Demaratus Hdt. 6.74.1; τι κακοτεχνεῖν een intrige opzetten Men. Dysc. 310. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοτεχνέω:''' [[пускать в ход хитрости]], [[строить козни]] (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκοτεχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακότεχνος]]), [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα τεχνάσματα, [[ενεργώ]] [[κακά]] ή δόλια, φέρομαι με [[δολιότητα]], [[συμπεριφέρομαι]] με [[πανουργία]], σε Ηρόδ., Δημ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοτεχνέω''': μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ [[πανουργέω]], Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, [[κιβδηλεύω]], οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν [[τῇδε]] τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων [[οὔτε]] λόγῳ [[οὔτε]] ἔργῳ Κρητικὸς [[ὅρκος]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. [[κακουργέω]] ΙΙ. | |lstext='''κακοτεχνέω''': μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ [[πανουργέω]], Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, [[κιβδηλεύω]], οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν [[τῇδε]] τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων [[οὔτε]] λόγῳ [[οὔτε]] ἔργῳ Κρητικὸς [[ὅρκος]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. [[κακουργέω]] ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω [[κακότεχνος]]<br />to use [[base]] arts, act [[basely]] or [[meanly]], [[deal]] [[fraudulently]], Hdt., Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:37, 16 March 2024
English (LSJ)
A use base arts, deal fraudulently, ἔς τινα Hdt.6.74, PEleph.1.9 (iv B. C.); περὶ τὰς δίκας D.46.25: abs., Antipho 1.22, D. 29.11, 35.56.
2 Rhet., use false artifices of style, Demetr.Eloc. 28, 250.
II trans., misuse, τινὰ περὶ τὸ σῶμα Arr.Epict.4.6.4; mislead, τοὺς νέους Aristaenet.2.18.
2 falsify, οὐ κακοτεχνησῶ οὐδὲν τῶν… γεγραμμένων GDI5039.19 (Hierapytna); counterfeit, imitate, αἱματίτης κεκακοτεχνημένος Dsc.5.126.
German (Pape)
[Seite 1304] schlechte Künste anwenden, boshaft u. arglistig handeln; ἔς τινα, Her. 6, 74; Antiph. 1, 22; Dem. 29, 11 u. öfter, bes. durch Aufstellung falscher Zeugen; Sp., τοὺς νέους, verschlechtern, verderben, Aristaen. 2, 18.
French (Bailly abrégé)
κακοτεχνῶ :
impf. ἐκακοτέχνουν;
user de ruse ou d'intrigue.
Étymologie: κακότεχνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοτεχνέω [κακότεχνος] intrigeren:. κακοτεχνάσαντα ἐς Δημάρατον (toen bekend werd) dat hij geïntrigeerd had tegen Demaratus Hdt. 6.74.1; τι κακοτεχνεῖν een intrige opzetten Men. Dysc. 310.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτεχνέω: пускать в ход хитрости, строить козни (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.).
Greek Monotonic
κᾰκοτεχνέω: μέλ. -ήσω (κακότεχνος), μεταχειρίζομαι άσχημα τεχνάσματα, ενεργώ κακά ή δόλια, φέρομαι με δολιότητα, συμπεριφέρομαι με πανουργία, σε Ηρόδ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτεχνέω: μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ πανουργέω, Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, κιβδηλεύω, οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν τῇδε τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων οὔτε λόγῳ οὔτε ἔργῳ Κρητικὸς ὅρκος ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. κακουργέω ΙΙ.
Middle Liddell
κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω κακότεχνος
to use base arts, act basely or meanly, deal fraudulently, Hdt., Dem.