εὐήλατος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evilatos
|Transliteration C=evilatos
|Beta Code=eu)h/latos
|Beta Code=eu)h/latos
|Definition=ον, (ἐλαύνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easy to drive</b> or <b class="b2">ride over</b>, <b class="b3">πεδία</b> <b class="b2">fit for cavalry operations</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.16</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">HG</span>5.4.54</span>; ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει <span class="bibl">Eus.Mynd.63</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">well-ground</b>, ἄλφι <span class="bibl">Antim.64</span>; <b class="b2">well-hammered</b>, ἄκμων <span class="bibl">Euph.51.10</span>.</span>
|Definition=εὐήλατον, ([[ἐλαύνω]])<br><span class="bld">A</span> [[easy to drive]] or [[ride over]], [[πεδία]] [[fit for cavalry operations]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.16, cf.''HG''5.4.54; ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει Eus.Mynd.63.<br><span class="bld">II</span> [[well-ground]], ἄλφι Antim.64; [[well-hammered]], ἄκμων Euph.51.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1067.png Seite 1067]] leicht zu befahren, zu bereiten, [[χωρίον]] εὐήλατον Xen. Hell. 5, 4, 54, wo man leicht hinausreiten kann, vgl. Cyr. 1, 4, 16, wo es eine zum Gebrauche der Reiterei günstige Ebene bezeichnet; [[ἕως]] μέν ἐστιν εὐήλατα Ael. H. A. 2, 39; – leicht zu treiben, gut getrieben, gehämmert, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1067.png Seite 1067]] leicht zu befahren, zu bereiten, [[χωρίον]] εὐήλατον Xen. Hell. 5, 4, 54, wo man leicht hinausreiten kann, vgl. Cyr. 1, 4, 16, wo es eine zum Gebrauche der Reiterei günstige Ebene bezeichnet; [[ἕως]] μέν ἐστιν εὐήλατα Ael. H. A. 2, 39; – leicht zu treiben, gut getrieben, gehämmert, Hesych.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[où l'on peut aller à cheval]], [[faire manœuvrer de la cavalerie]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐλαύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήλᾰτος:''' [[удобный для передвижения верхом]] ([[πεδίον]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐήλᾰτος''': -ον, ἐφ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἱππεύῃ ἢ ἐλαύνῃ ἐφ’ ἄρματος ἢ ἁμάξης, πρὸς ἄναντες εὐήλατον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 54· τὰ θηρία ἐξελᾶν πρὸς τὰ ἐργάσιμά τε καὶ εὐήλατα ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 1. 4, 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήλατον· [[καλῶς]] ἐληλαμένον ἢ ἐλαυνόμενον» καὶ «[[εὐήλατος]]· ὁ πεδεινὸς καὶ [[εὐάροτος]] [[χῶρος]]».
|lstext='''εὐήλᾰτος''': -ον, ἐφ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἱππεύῃ ἢ ἐλαύνῃ ἐφ’ ἄρματος ἢ ἁμάξης, πρὸς ἄναντες εὐήλατον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 54· τὰ θηρία ἐξελᾶν πρὸς τὰ ἐργάσιμά τε καὶ εὐήλατα ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 1. 4, 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήλατον· [[καλῶς]] ἐληλαμένον ἢ ἐλαυνόμενον» καὶ «[[εὐήλατος]]· ὁ πεδεινὸς καὶ [[εὐάροτος]] [[χῶρος]]».
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut aller à cheval, faire manœuvrer de la cavalerie.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐλαύνω]].
|mltxt=, ο (Α [[εὐήλατος]], -ον)<br />(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός [[πάνω]] στον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ [[πρῶτα]] οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο [[δρόμος]] της αρετής φαίνεται από την [[αρχή]] ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεδίον]] εὐήλατον» — [[πεδιάδα]] κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις<br /><b>3.</b> ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον [[ἄλφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. [[ιππήλατος]], [[ποδήλατον]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]]), αυτός που προσφέρεται για [[ιππασία]]· [[πεδίον]] εὐ., [[πεδινός]] [[χώρος]] [[κατάλληλος]] για το ιππικό, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-ήλᾰτος, ον [[ἐλαύνω]]<br />[[easy]] to [[drive]] or [[ride]] [[over]], [[πεδίον]] εὐ. a [[plain]] fit for [[cavalry]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήλᾰτος Medium diacritics: εὐήλατος Low diacritics: ευήλατος Capitals: ΕΥΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: euḗlatos Transliteration B: euēlatos Transliteration C: evilatos Beta Code: eu)h/latos

English (LSJ)

εὐήλατον, (ἐλαύνω)
A easy to drive or ride over, πεδία fit for cavalry operations, X.Cyr.1.4.16, cf.HG5.4.54; ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει Eus.Mynd.63.
II well-ground, ἄλφι Antim.64; well-hammered, ἄκμων Euph.51.10.

German (Pape)

[Seite 1067] leicht zu befahren, zu bereiten, χωρίον εὐήλατον Xen. Hell. 5, 4, 54, wo man leicht hinausreiten kann, vgl. Cyr. 1, 4, 16, wo es eine zum Gebrauche der Reiterei günstige Ebene bezeichnet; ἕως μέν ἐστιν εὐήλατα Ael. H. A. 2, 39; – leicht zu treiben, gut getrieben, gehämmert, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on peut aller à cheval, faire manœuvrer de la cavalerie.
Étymologie: εὖ, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

εὐήλᾰτος: удобный для передвижения верхом (πεδίον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐήλᾰτος: -ον, ἐφ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἱππεύῃ ἢ ἐλαύνῃ ἐφ’ ἄρματος ἢ ἁμάξης, πρὸς ἄναντες εὐήλατον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 54· τὰ θηρία ἐξελᾶν πρὸς τὰ ἐργάσιμά τε καὶ εὐήλατα ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 1. 4, 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήλατον· καλῶς ἐληλαμένον ἢ ἐλαυνόμενον» καὶ «εὐήλατος· ὁ πεδεινὸς καὶ εὐάροτος χῶρος».

Greek Monolingual

-η, ο (Α εὐήλατος, -ον)
(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά
αρχ.
1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο δρόμος της αρετής φαίνεται από την αρχή ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον
2. φρ. «πεδίον εὐήλατον» — πεδιάδα κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις
3. ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον ἄλφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήλατος (< ελαύνω), πρβλ. ιππήλατος, ποδήλατον].

Greek Monotonic

εὐήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που προσφέρεται για ιππασία· πεδίον εὐ., πεδινός χώρος κατάλληλος για το ιππικό, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-ήλᾰτος, ον ἐλαύνω
easy to drive or ride over, πεδίον εὐ. a plain fit for cavalry, Xen.