εὐστάθεια: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(Bailly1_2) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efstatheia | |Transliteration C=efstatheia | ||
|Beta Code=eu)sta/qeia | |Beta Code=eu)sta/qeia | ||
|Definition=[ᾰ] (also | |Definition=[ᾰ] (also [[εὐσταθία]] ''IPE''12.91.11 (Olbia, ii/iii A.D.), ''poet.'' εὐσταθίη ''AP''12.199 (Strat.)), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[stability]], [[tranquillity]], coupled with [[εὐνομία]], Ph. 1.248; <b class="b3">κατὰ τὰς πόλεις</b> ib.680; ὑπὲρ εὐσταθείας τῆς πόλεως ''IPE''12.94.11 (Olbia); τὴν Αἴγυπτον ἐν εὐ. διάγουσαν ''OGI''669.4 (Egypt, i A.D.); εὐστάθειαν τῷ Βακχείῳ ''SIG''1109.15 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> especially of [[bodily health]], εὐ. σαρκός Epicur. ''Fr.''8, 424, Olympic. ap. Gal.10.56.<br><span class="bld">3</span> of persons, <b class="b3">εὐσταθίη ἡ ἐν ἑωυτῷ</b> [[self-possession]], Hp. ''Decent.''12; [[stedfastness]], [[tranquillity]], Phld.''Mus.''p.33K., Ph.1.231, al.; ἐν βουλαῖς Plu.2.342f, al.; τῆς ψυχῆς Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20, cf. Ptol. ''Tetr.''11; [[steadiness]], ὁρμῶν ''Stoic.''3.65. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[fermeté]], [[stabilité]], [[consistance]], [[équilibre du corps et de l'intelligence]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταθής]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Festigkeit]], [[Beständigkeit]], [[Standhaftigkeit]]</i>, Plut. oft. Auch ἡ ὑμνουμένη σαρκὸς εὐστ., Plut. <i>[[sanit]]. [[tuend]]</i>. p. 404; bei den Epikuräern <i>das [[dauernde]] Gutbefinden des Körpers</i>. Vgl. über das Wort Lobeck <i>zu Phryn</i>. p. 283. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐστάθεια:''' (ᾰθ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[стойкость]], [[твердость]], [[постоянство]] (παρὰ τὰς μεταβολάς Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[хорошее состояние]], [[крепость]] (σαρκός Epicur. ap. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐστάθεια''': ἡ, [[σταθερότης]], καλὴ [[κατάστασις]], [[εὐημερία]], Πλούτ. 2. 342F, κτλ.∙ [[ὑπὲρ]] εὐστ. τῆς πόλεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2071, πρβλ. 3459. 2) ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς ὑγείας, εὐστ. σαρκός, φράσεις τῶν Ἐπικουρείων ἐν Πλουτ. 2. 135C, κτλ.∙ corpus bene constitutum Κικ. Tusc 2. 6∙ [[οὕτως]] Ἰων. [[εὐσταθίη]] Ἱππ. 24, 45, Ἀνθ. Π. 12. 199∙ εὐσταθία Συλλ. Ἐπιγρ. 2070. | |lstext='''εὐστάθεια''': ἡ, [[σταθερότης]], καλὴ [[κατάστασις]], [[εὐημερία]], Πλούτ. 2. 342F, κτλ.∙ [[ὑπὲρ]] εὐστ. τῆς πόλεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2071, πρβλ. 3459. 2) ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς ὑγείας, εὐστ. σαρκός, φράσεις τῶν Ἐπικουρείων ἐν Πλουτ. 2. 135C, κτλ.∙ corpus bene constitutum Κικ. Tusc 2. 6∙ [[οὕτως]] Ἰων. [[εὐσταθίη]] Ἱππ. 24, 45, Ἀνθ. Π. 12. 199∙ εὐσταθία Συλλ. Ἐπιγρ. 2070. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η (Α [[εὐστάθεια]] και εὐσταθία, Α και [[εὐσταθίη]]) [[ευσταθής]]<br /><b>1.</b> το να στέκει [[κάτι]] καλά, η [[σταθερότητα]] (α. «η [[ευστάθεια]] του πλοίου» β. «[[ὑπὲρ]] εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ θεοῦ ἐκκλησιῶν»)<br /><b>2.</b> [[ησυχία]], [[ασφάλεια]] («[[εὐστάθεια]] κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)<br /><b>3.</b> ψυχική [[ισορροπία]] («[[ευστάθεια]] χαρακτήρα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη σωματική [[υγεία]]) καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αυτοκυριαρχία]], [[αυτοσυγκράτηση]] («[[εὐστάθεια]] ὁρμῶν» — η [[εγκράτεια]] στις ορμές, Στωικ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐστάθεια:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[σταθερότητα]], [[καλή]] [[υγεία]], [[ευημερία]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[stability]]: [[good]] [[health]], [[vigour]], Anth. [from [[εὐσταθής]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 3 March 2024
English (LSJ)
[ᾰ] (also εὐσταθία IPE12.91.11 (Olbia, ii/iii A.D.), poet. εὐσταθίη AP12.199 (Strat.)), ἡ,
A stability, tranquillity, coupled with εὐνομία, Ph. 1.248; κατὰ τὰς πόλεις ib.680; ὑπὲρ εὐσταθείας τῆς πόλεως IPE12.94.11 (Olbia); τὴν Αἴγυπτον ἐν εὐ. διάγουσαν OGI669.4 (Egypt, i A.D.); εὐστάθειαν τῷ Βακχείῳ SIG1109.15 (ii A.D.).
2 especially of bodily health, εὐ. σαρκός Epicur. Fr.8, 424, Olympic. ap. Gal.10.56.
3 of persons, εὐσταθίη ἡ ἐν ἑωυτῷ self-possession, Hp. Decent.12; stedfastness, tranquillity, Phld.Mus.p.33K., Ph.1.231, al.; ἐν βουλαῖς Plu.2.342f, al.; τῆς ψυχῆς Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20, cf. Ptol. Tetr.11; steadiness, ὁρμῶν Stoic.3.65.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fermeté, stabilité, consistance, équilibre du corps et de l'intelligence.
Étymologie: εὐσταθής.
German (Pape)
ἡ, Festigkeit, Beständigkeit, Standhaftigkeit, Plut. oft. Auch ἡ ὑμνουμένη σαρκὸς εὐστ., Plut. sanit. tuend. p. 404; bei den Epikuräern das dauernde Gutbefinden des Körpers. Vgl. über das Wort Lobeck zu Phryn. p. 283.
Russian (Dvoretsky)
εὐστάθεια: (ᾰθ) ἡ
1 стойкость, твердость, постоянство (παρὰ τὰς μεταβολάς Plut.);
2 хорошее состояние, крепость (σαρκός Epicur. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστάθεια: ἡ, σταθερότης, καλὴ κατάστασις, εὐημερία, Πλούτ. 2. 342F, κτλ.∙ ὑπὲρ εὐστ. τῆς πόλεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2071, πρβλ. 3459. 2) ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς ὑγείας, εὐστ. σαρκός, φράσεις τῶν Ἐπικουρείων ἐν Πλουτ. 2. 135C, κτλ.∙ corpus bene constitutum Κικ. Tusc 2. 6∙ οὕτως Ἰων. εὐσταθίη Ἱππ. 24, 45, Ἀνθ. Π. 12. 199∙ εὐσταθία Συλλ. Ἐπιγρ. 2070.
Greek Monolingual
η (Α εὐστάθεια και εὐσταθία, Α και εὐσταθίη) ευσταθής
1. το να στέκει κάτι καλά, η σταθερότητα (α. «η ευστάθεια του πλοίου» β. «ὑπὲρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ θεοῦ ἐκκλησιῶν»)
2. ησυχία, ασφάλεια («εὐστάθεια κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)
3. ψυχική ισορροπία («ευστάθεια χαρακτήρα»)
αρχ.
1. (για τη σωματική υγεία) καλή κατάσταση
2. (για πρόσ.) αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση («εὐστάθεια ὁρμῶν» — η εγκράτεια στις ορμές, Στωικ.).
Greek Monotonic
εὐστάθεια: Ιων. -ίη, ἡ, σταθερότητα, καλή υγεία, ευημερία, σε Ανθ.