πολυειδής: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "Pl.''R.''" to "Pl.''R.''")
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyeidis
|Transliteration C=polyeidis
|Beta Code=polueidh/s
|Beta Code=polueidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of many kinds</b> or <b class="b2">forms</b>, <b class="b3">πολυειδῆ φθέγγεσθαι</b> utter cries <b class="b2">of divers kinds</b>, <span class="bibl">Th.7.71</span>; opp. <b class="b3">μονοειδής</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>612a</span>; opp. <b class="b3">ἁπλοῦς</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>238a</span> codd.; τὸ δεινὸν . . καὶ π. θρέμμα <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>590a</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Phd.</span>80b</span>; <b class="b3">λόγος</b> Hippias<span class="bibl">6</span>; of music, Phld.<span class="title">Mus.</span>p.64K. (Sup.); <b class="b3">τὸ π</b>., = [[πολυειδία]], τῶν χρωμάτων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span> 792b33</span>: Comp. -έστερος <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>19</span>: Sup. -έστατος <span class="bibl">Ti.Locr.101b</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>26</span>, Gal.10.113, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>1.1</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">π. τροχίσκος, ὁ,</b> name of a <b class="b2">lozenge</b>, <span class="bibl">Aët.12.64</span> bis (nisi leg. <b class="b3">Πολυείδου</b>).</span>
|Definition=πολυειδές,<br><span class="bld">A</span> [[of many kinds]] or [[of many forms]], <b class="b3">πολυειδῆ φθέγγεσθαι</b> [[utter]] [[cry|cries]] [[of diverse kinds]], Th.7.71; opp. [[μονοειδής]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''612a; opp. [[ἁπλοῦς]], Id.''[[Phaedrus|Phdr.]]''238a codd.; τὸ δεινὸν… καὶ π. [[θρέμμα]] Id.''R.''590a, cf. ''Phd.''80b; [[λόγος]] Hippias6; of music, Phld.''Mus.''p.64K. (Sup.); [[τὸ πολυειδές]] = [[πολυειδία]], [[variety]], [[multiplicity]], τῶν χρωμάτων Arist.''Col.'' 792b33: Comp. πολυειδέστερος [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''19: Sup. πολυειδέστατος Ti.Locr.101b. Adv. [[πολυειδῶς]] = [[in various forms]], [[in manifold ways]] [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''26, Gal.10.113, Iamb.''Myst.''1.1, al.<br><span class="bld">II</span> [[πολυειδὴς τροχίσκος]], ὁ, name of a [[lozenge]], Aët.12.64 bis ([[nisi legendum|nisi leg.]] Πολυείδου).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] ές, von allen Arten, vielgestaltig; Ggstz von [[μονοειδής]], Plat. Rep. X, 612 a; von ἁπλοῦν, Phaedr. 238 a; πολυειδέστατον καὶ ποικιλώτατον [[γένος]], Tim. Locr. 101 b; πολυειδῆ φθέγγεσθαι, durch einander, Thuc. 7, 71; [[μορφή]], Luc. de Dea Syr. 32; βίοι, Gall. 15; [[πολίτευμα]], Pol. 24, 9, 3; a. Sp., auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] ές, [[von allen Arten]], [[vielgestaltig]]; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[μονοειδής]], Plat. Rep. X, 612 a; von ἁπλοῦν, Phaedr. 238 a; πολυειδέστατον καὶ ποικιλώτατον [[γένος]], Tim. Locr. 101 b; πολυειδῆ φθέγγεσθαι, durch einander, Thuc. 7, 71; [[μορφή]], Luc. de Dea Syr. 32; βίοι, Gall. 15; [[πολίτευμα]], Pol. 24, 9, 3; a. Sp., auch adv.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[de différentes sortes]], [[varié]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[εἶδος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυειδής -ές &#91;[[πολύς]], [[εἶδος]]] [[veelvormig]], [[veelsoortig]]:; πολυειδῆ φθέγγεσθαι veelsoortige geluiden produceren Thuc. 7.71.4; εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής hetzij veelvormig, hetzij éénvormig Plat. Resp. 612a; subst. [[τὸ πολυειδές]] = [[verscheidenheid]]. Luc. 24.4.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυειδής:''' [[многообразный]], [[разнообразный]], [[различный]] Plat., Polyb., Luc.: πολυειδῆ φθέγγεσθαι Thuc. издавать самые разнообразные возгласы.
}}
{{eles
|esgtx=[[multiforme]]
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] είδη, [[ποικίλος]] (α. «δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων», Αραβ. Μυθ.<br />β. «πολυειδέστατον και ποικιλότατον [[γένος]]», Τίμ. Λοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυειδές</i><br />(για χρώματα) η [[πολυειδία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πολυειδῆ [[φθέγγομαι]]» — [[βγάζω]] ποικίλες φωνές<br />β. «πολυειδὴς [[τροχίσκος]]» — [[ονομασία]] παστίλιας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυειδώς</i> / <i>πολυειδῶς</i> ΝΜΑ<br />ποικιλοτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>είδης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] είδη, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυειδής''': -ές, ὁ ἐκ πολλῶν εἰδῶν ἀποτελούμενος, πολυειδῆ [[φθέγγομαι]], [[ἐκβάλλω]] φωνὰς πολλῶν εἰδῶν, Θουκ. 7. 71· ἀντίθετον τῷ [[μονοειδής]], Πλάτ. Πολ. 612Α· τῷ [[ἁπλοῦς]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238Α· τὸ δεινόν... καὶ π. θρέμμα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 590Α, πρβλ. Φαίδωνα 80Β· τὸ π. = [[πολυειδία]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26.
|lstext='''πολυειδής''': -ές, ὁ ἐκ πολλῶν εἰδῶν ἀποτελούμενος, πολυειδῆ [[φθέγγομαι]], [[ἐκβάλλω]] φωνὰς πολλῶν εἰδῶν, Θουκ. 7. 71· ἀντίθετον τῷ [[μονοειδής]], Πλάτ. Πολ. 612Α· τῷ [[ἁπλοῦς]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238Α· τὸ δεινόν... καὶ π. θρέμμα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 590Α, πρβλ. Φαίδωνα 80Β· τὸ π. = [[πολυειδία]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ής, ές :<br />de différentes sortes, varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[εἶδος]].
|mdlsjtxt=πολυ-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />of [[many]] kinds, Thuc., Plat.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[varius]]'', [[various]], [[different]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.71.4/ 7.71.4].
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 21 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυειδής Medium diacritics: πολυειδής Low diacritics: πολυειδής Capitals: ΠΟΛΥΕΙΔΗΣ
Transliteration A: polyeidḗs Transliteration B: polyeidēs Transliteration C: polyeidis Beta Code: polueidh/s

English (LSJ)

πολυειδές,
A of many kinds or of many forms, πολυειδῆ φθέγγεσθαι utter cries of diverse kinds, Th.7.71; opp. μονοειδής, Pl.R.612a; opp. ἁπλοῦς, Id.Phdr.238a codd.; τὸ δεινὸν… καὶ π. θρέμμα Id.R.590a, cf. Phd.80b; λόγος Hippias6; of music, Phld.Mus.p.64K. (Sup.); τὸ πολυειδές = πολυειδία, variety, multiplicity, τῶν χρωμάτων Arist.Col. 792b33: Comp. πολυειδέστερος D.H.Comp.19: Sup. πολυειδέστατος Ti.Locr.101b. Adv. πολυειδῶς = in various forms, in manifold ways D.H.Comp.26, Gal.10.113, Iamb.Myst.1.1, al.
II πολυειδὴς τροχίσκος, ὁ, name of a lozenge, Aët.12.64 bis (nisi leg. Πολυείδου).

German (Pape)

[Seite 662] ές, von allen Arten, vielgestaltig; Gegensatz von μονοειδής, Plat. Rep. X, 612 a; von ἁπλοῦν, Phaedr. 238 a; πολυειδέστατον καὶ ποικιλώτατον γένος, Tim. Locr. 101 b; πολυειδῆ φθέγγεσθαι, durch einander, Thuc. 7, 71; μορφή, Luc. de Dea Syr. 32; βίοι, Gall. 15; πολίτευμα, Pol. 24, 9, 3; a. Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de différentes sortes, varié.
Étymologie: πολύς, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυειδής -ές [πολύς, εἶδος] veelvormig, veelsoortig:; πολυειδῆ φθέγγεσθαι veelsoortige geluiden produceren Thuc. 7.71.4; εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής hetzij veelvormig, hetzij éénvormig Plat. Resp. 612a; subst. τὸ πολυειδές = verscheidenheid. Luc. 24.4.

Russian (Dvoretsky)

πολυειδής: многообразный, разнообразный, различный Plat., Polyb., Luc.: πολυειδῆ φθέγγεσθαι Thuc. издавать самые разнообразные возгласы.

Spanish

multiforme

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, ποικίλος (α. «δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων», Αραβ. Μυθ.
β. «πολυειδέστατον και ποικιλότατον γένος», Τίμ. Λοκρ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυειδές
(για χρώματα) η πολυειδία
2. φρ. α) «πολυειδῆ φθέγγομαι» — βγάζω ποικίλες φωνές
β. «πολυειδὴς τροχίσκος» — ονομασία παστίλιας.
επίρρ...
πολυειδώς / πολυειδῶς ΝΜΑ
ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -είδης].

Greek Monotonic

πολυειδής: -ές (εἶδος), αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, σε Θουκ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυειδής: -ές, ὁ ἐκ πολλῶν εἰδῶν ἀποτελούμενος, πολυειδῆ φθέγγομαι, ἐκβάλλω φωνὰς πολλῶν εἰδῶν, Θουκ. 7. 71· ἀντίθετον τῷ μονοειδής, Πλάτ. Πολ. 612Α· τῷ ἁπλοῦς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238Α· τὸ δεινόν... καὶ π. θρέμμα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 590Α, πρβλ. Φαίδωνα 80Β· τὸ π. = πολυειδία, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26.

Middle Liddell

πολυ-ειδής, ές εἶδος
of many kinds, Thuc., Plat.

Lexicon Thucydideum

varius, various, different, 7.71.4.