στασιωτικός: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(Bailly1_4) |
|||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stasiotikos | |Transliteration C=stasiotikos | ||
|Beta Code=stasiwtiko/s | |Beta Code=stasiwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=στασιωτική, στασιωτικόν, [[inclined to faction]], [[seditious]], <b class="b3">κατὰ τὸ σ.</b> Th.4.130; καιροί Id.7.57; λόγοι Id.8.92; -κὸν τὸ μὴ ὁμόφυλον [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]'' 1303a25. Adv. [[στασιωτικῶς]] [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''263a, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1306a38 ([[varia lectio|v.l.]] for [[στασιαστικῶς]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, [[καιρός]] Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, [[καιρός]] Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d'une sédition.<br />'''Étymologie:''' [[στασιώτης]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στασιωτικός -ή -όν [στασιώτης] conflict of partijstrijd aanwakkerend, partijzuchtig, opruiend:. σ. λόγοι opruiende redevoeringen Thuc. 8.92.4; κατὰ τὸ στασιωτικόν uit partijzucht Thuc. 4.130.3. politiek onrustig, roerig:. στασιωτικοὶ καιροί politiek onrustige tijden Thuc. 5.57.11. geneigd tot twist: adv.. στασιωτικῶς ἔχειν onenigheid hebben Plat. Phaedr. 263a. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στᾰσιωτικός:''' [[мятежный]], [[бунтарский]] (λόγοι Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰσιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, [[στασιαστικός]], κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15. | |lstext='''στᾰσιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, [[στασιαστικός]], κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -όν, Α [[στασιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποκινεί σε [[στάση]] («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[διάθεση]] για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στᾰσιωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που παρουσιάζει την [[ροπή]] να δημιουργεί φατρίες ή να υποκινεί εξεγέρσεις, [[επαναστατικός]], [[στασιαστικός]], σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στᾰσιωτικός, ή, όν [from στᾰσιώτης]<br />[[factious]], [[seditious]], Thuc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[factious]], [[seditious]], [[facticus]] | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[seditiosus]]'', [[seditious]], [[factious]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.57.11/ 7.57.11], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.92.4/ 8.92.4],<br><i>Neutr. subst.</i> <i>neuter substantive</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.130.4/ 4.130.4],<br>''[[seditiosorum more]].'', [[in the manner of agitators]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:30, 21 November 2024
English (LSJ)
στασιωτική, στασιωτικόν, inclined to faction, seditious, κατὰ τὸ σ. Th.4.130; καιροί Id.7.57; λόγοι Id.8.92; -κὸν τὸ μὴ ὁμόφυλον Arist.Pol. 1303a25. Adv. στασιωτικῶς Pl.Phdr.263a, Arist.Pol.1306a38 (v.l. for στασιαστικῶς).
German (Pape)
[Seite 930] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, καιρός Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d'une sédition.
Étymologie: στασιώτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στασιωτικός -ή -όν [στασιώτης] conflict of partijstrijd aanwakkerend, partijzuchtig, opruiend:. σ. λόγοι opruiende redevoeringen Thuc. 8.92.4; κατὰ τὸ στασιωτικόν uit partijzucht Thuc. 4.130.3. politiek onrustig, roerig:. στασιωτικοὶ καιροί politiek onrustige tijden Thuc. 5.57.11. geneigd tot twist: adv.. στασιωτικῶς ἔχειν onenigheid hebben Plat. Phaedr. 263a.
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιωτικός: мятежный, бунтарский (λόγοι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, στασιαστικός, κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στασιώτης
1. αυτός που υποκινεί σε στάση («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», Θουκ.)
2. αυτός που έχει κλίση ή διάθεση για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
στᾰσιωτικός: -ή, -όν, αυτός που παρουσιάζει την ροπή να δημιουργεί φατρίες ή να υποκινεί εξεγέρσεις, επαναστατικός, στασιαστικός, σε Θουκ.
Middle Liddell
στᾰσιωτικός, ή, όν [from στᾰσιώτης]
factious, seditious, Thuc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
seditiosus, seditious, factious, 7.57.11, 8.92.4,
Neutr. subst. neuter substantive 4.130.4,
seditiosorum more., in the manner of agitators.