νεώ: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neo
|Transliteration C=neo
|Beta Code=new/
|Beta Code=new/
|Definition=Att. gen. and later acc. of <b class="b3">νεώς</b> (ναός).
|Definition=Att. gen. and later acc. of [[νεώς]] ([[ναός]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>gén. sg. de</i> [[νεώς]]¹;<br /><i>duel de</i> [[νεώς]]¹.
}}
{{pape
|ptext== [[νεών]], Accus. zu [[νεώς]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''νεώ:''' gen. к [[νεώς]] I.
}}
{{ls
|lstext='''νεώ''': Ἀττ. αἰτ. τοῦ νεὼς ([[ναός]]).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> νεῶ, -άω (Α)<br /> <b>1.</b> [[καλλιεργώ]] αγροτική [[έκταση]] για πρώτη [[φορά]] ή [[μετά]] από κάποιο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο ο [[αγρός]] έμεινε [[ακαλλιέργητος]] προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα [[σπορά]] («ἡ δὲ [[κατεργασία]] ἐν τῷ νεᾱν κατ' άμφοτέρας τὰς ὥρας καὶ θέρους καὶ χειμῶνος», Θεόφρ.)<br /> <b>2.</b> (το θηλ. της μτχ. του παθ. ενεστ.) <i>νεωμένη</i> (ενν. <i>γῆ</i>)<br /> ο [[αγρός]] που αφέθηκε [[ακαλλιέργητος]] προσωρινά και [[τώρα]] καλλιεργείται.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>νειος</i> «[[αγρός]] που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα». Εμφανής η σημασιολογική [[αλληλεπίδραση]] και η [[σύγχυση]] των δύο οικογενειών].<br /> <b>(II)</b><br /> νεῶ, -όω (Α) [[νέος]]<br /> <b>1.</b> [[ανανεώνω]], [[ανακαινίζω]], [[αλλάζω]] («τάφους <i>ἐ</i>νεώσατο», <b>επιγρ.</b>)<br /> <b>2.</b> ([[αντί]] του <i>νεῶ</i>, -<i>άω</i> [Ι])<br /> [[οργώνω]], [[καλλιεργώ]] («νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ' ἀκάνθαις», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεώ:''' ([[ναός]]), Αττ. αιτ. του [[νεώς]], [[ναός]], [[ιερό]]· [[νεῷ]], δοτ.
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώ Medium diacritics: νεώ Low diacritics: νεώ Capitals: ΝΕΩ
Transliteration A: neṓ Transliteration B: neō Transliteration C: neo Beta Code: new/

English (LSJ)

Att. gen. and later acc. of νεώς (ναός).

French (Bailly abrégé)

gén. sg. de νεώς¹;
duel de νεώς¹.

German (Pape)

νεών, Accus. zu νεώς¹.

Russian (Dvoretsky)

νεώ: gen. к νεώς I.

Greek (Liddell-Scott)

νεώ: Ἀττ. αἰτ. τοῦ νεὼς (ναός).

Greek Monolingual

(I)
νεῶ, -άω (Α)
1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ' άμφοτέρας τὰς ὥρας καὶ θέρους καὶ χειμῶνος», Θεόφρ.)
2. (το θηλ. της μτχ. του παθ. ενεστ.) νεωμένη (ενν. γῆ)
ο αγρός που αφέθηκε ακαλλιέργητος προσωρινά και τώρα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος ή < νειος «αγρός που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα». Εμφανής η σημασιολογική αλληλεπίδραση και η σύγχυση των δύο οικογενειών].
(II)
νεῶ, -όω (Α) νέος
1. ανανεώνω, ανακαινίζω, αλλάζω («τάφους νεώσατο», επιγρ.)
2. (αντί του νεῶ, -άω [Ι])
οργώνω, καλλιεργώ («νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ' ἀκάνθαις», ΠΔ).

Greek Monotonic

νεώ: (ναός), Αττ. αιτ. του νεώς, ναός, ιερό· νεῷ, δοτ.